Η Δημόσια Υγεία στη χώρα μας αποτελεί διαχρονικά έναν παραγνωρισμένο τομέα, καθώς ο όρος «δημόσια υγεία» χρησιμοποιείται συχνότερα για να υποδηλώσει το εθνικό σύστημα υγείας (ΕΣΥ) ή τις κρατικές υπηρεσίες υγείας, ανέφερε η Γενική Γραμματέας Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας κ. Ειρήνη Αγαπηδάκη ξεκινώντας την ομιλία της, η οποία διεξήχθη υπό την προεδρία του κ. Ηλία Κυριόπουλου και του κ. Θεόδωρου Σεργεντάνη.
Η δημόσια υγεία, ωστόσο, είναι κάτι τελείως διαφορετικό, υπογράμμισε η ομιλήτρια, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για τρία πράγματα – τα τρία Π: Πρόληψη, Προαγωγή και Προστασία της υγείας, τα οποία θα πρέπει να παρέχονται σε όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, χωρίς κοινωνικές ανισότητες.
Σήμερα η χώρα μας χαρακτηρίζεται από ένα υπεριατρικοποιημένο σύστημα που δαπανά το 80% των πόρων στο 20% των παραγόντων που επιδρούν στην υγεία, συνέχισε η κ. Αγαπηδάκη. Αυτό σημαίνει, εξήγησε, ότι χρησιμοποιούμε το 80% των πόρων μας για φάρμακα, θεραπείες, νοσηλείες και επεμβάσεις, τα οποία είναι μεν απαραίτητα για να μας εξασφαλίσουν περισσότερα χρόνια ζωής, όχι όμως υγεία. Έτσι, ζούμε μεν περισσότερο σε σχέση με παλαιότερες δεκαετίες, αλλά τα χρόνια αυτά είναι με νόσο, αναπηρία και άλλους περιορισμούς που επιφέρει η ασθένεια. Για να είναι όμως βιώσιμο το σύστημα υγείας, συμπλήρωσε, χρειάζεται ισχυρή Δημόσια Υγεία, ώστε περισσότεροι πολίτες να έχουν καλύτερη υγεία και να χρειάζονται το νοσοκομείο λιγότεροι και σε μεγαλύτερη ηλικία.
Η συνειδητοποίηση αυτή φαίνεται πως υπάρχει πια σε όλη την κοινωνία, εξήγησε η ομιλήτρια, καθώς σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου που διεξήχθη το 2017, οι πολίτες είχαν ιεραρχήσει ως σημαντικότερες τις μεταρρυθμίσεις για τρία πράγματα, τα οποία επιχειρείται σήμερα να θεμελιωθούν: τον προσωπικό/οικογενειακό ιατρό, τη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας και την καθιέρωση προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου για τα κυριότερα χρόνια νοσήματα.
Στόχος της κυβέρνησης, υπογράμμισε η κ. Αγαπηδάκη, είναι η συνολική βελτίωση της υγείας του πληθυσμού, με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η αναμόρφωση του συστήματος Δημόσιας Υγείας με σύγχρονους όρους. Η επικέντρωση λοιπόν δεν είναι στη νόσο, αλλά σε όλο το φάσμα της υγείας, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, συνέχισε, και για τον λόγο αυτό, οι δράσεις δημόσιας υγείας έχουν ως στόχο όλο τον πληθυσμό ή ομάδες πληθυσμού και δεν εστιάζουν μεμονωμένα στο άτομο.
Διαχρονικά η χώρα μας υστερεί στην προσπάθεια συνολικής βελτίωσης της υγείας των πολιτών, λόγω του ότι, ως κοινωνία, εστιάζουμε στη νόσο και όχι στην υγεία, ανέφερε η κ. Αγαπηδάκη. Με το πρόγραμμα «Σπύρος Δοξιάδης», εξήγησε, επιχειρείται η αντιστροφή αυτής της κατάστασης και η επένδυση σε όλα εκείνα που έμεναν επί τόσα χρόνια στο περιθώριο: την πρόληψη, την προστασία και την προαγωγή της υγείας. Το πρόγραμμα «Σπύρος Δοξιάδης» περιλαμβάνει τρεις πυλώνες με πάνω από είκοσι δράσεις και συνολικό προϋπολογισμό άνω των 300 εκ ευρώ, πρόσθεσε η ομιλήτρια. Είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας κάνει μια τέτοιου μεγέθους επένδυση στη Δημόσια Υγεία, συνέχισε, σε μία προσπάθεια θεραπείας των στρεβλώσεων του παρελθόντος και θεμελίωσης ενός ισχυρού συστήματος δημόσιας υγείας για όλους τους πολίτες, με ισότιμη πρόσβαση και στόχο όχι απλώς περισσότερα χρόνια ζωής, αλλά περισσότερα χρόνια υγιούς ζωής.
Ο πρώτος πυλώνας του προγράμματος αφορά στην Πρωτογενή Πρόληψη και δράσεις που εστιάζουν στην προαγωγή της υγείας, ο δεύτερος εστιάζει στη Δευτερογενή Πρόληψη που περιλαμβάνει τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου για τα κυριότερα χρόνια νοσήματα και ο τρίτος εστιάζει στην προστασία της υγείας και περιλαμβάνει την αναμόρφωση του συστήματος δημόσιας υγείας, με δράσεις για την αναβάθμιση του συστήματος επιδημιολογικής επιτήρησης στον ΕΟΔΥ, την ανάπτυξη ενός Ολοκληρωμένου Μηχανισμού Αντιμετώπισης Απειλών στη Δημόσια Υγεία, αλλά και την αναδιοργάνωση του ΕΟΔΥ κ.ά.
Η υλοποίηση του προγράμματος «Σπύρος Δοξιάδης» ξεκίνησε από τις δράσεις πληθυσμιακού προσυμπτωματικού ελέγχου που η χώρα μας υλοποιεί πλέον για πρώτη φορά, και τα οποία έχουν σχεδιασθεί με βασικό άξονα τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην Υγεία. Ο λόγος που το πρόγραμμα επιλέχθηκε να ξεκινήσει από τον πληθυσμιακό προσυμπτωματικό έλεγχο, εξήγησε η κ. Αγαπηδάκη, είναι επειδή κατά τη διάρκεια της πανδημίας το ποσοστό των ατόμων που έκαναν προληπτικές εξετάσεις μειώθηκε δραματικά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ παράλληλα τα ποσοστά αυτά είναι κατά πολύ και δυστυχώς συστηματικά χαμηλότερα στα άτομα που ανήκουν σε χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καλέσει όλα τα κράτη μέλη να υλοποιήσουν άμεσα τέτοια προγράμματα.
Ο προσυμπτωματικός έλεγχος στη δημόσια υγεία και ο προσυμπτωματικός έλεγχος στο κλινικό πλαίσιο είναι δύο διαφορετικά πράγματα, διευκρίνισε η ομιλήτρια, καθώς στην περίπτωση της Δημόσιας Υγείας αναφερόμαστε σε οργανωμένα, συστηματικά προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου, ενώ στο κλινικό πλαίσιο μιλάμε για διενέργεια εξετάσεων από τα άτομα σε ευκαιριακή βάση. Αν για παράδειγμα, ανέφερε η ομιλήτρια, κατά τη διάρκεια της τακτικής επίσκεψης μιας γυναίκας στον γυναικολόγο, ο ιατρός συστήσει διενέργεια μαστογραφίας επειδή υπάρχει οικογενειακό ιστορικό, πρόκειται για μία εξέταση προσυμπτωματικού ελέγχου. Ένα πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου δημόσιας υγείας απαιτεί η μαστογραφία να γίνεται στο πλαίσιο ενός οργανωμένου σχεδιασμού, που εφαρμόζεται ομοιογενώς σε όλο τον πληθυσμό και περιλαμβάνει συγκεκριμένες διαδικασίες για τις γυναίκες που θα διαπιστωθούν ευρήματα στην εξέταση, συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια για τις εξετάσεις και, ασφαλώς, τη συλλογή των πληθυσμιακών δεδομένων. Στο κλινικό πλαίσιο, η διενέργεια προληπτικών εξετάσεων αποτελεί σύσταση του ιατρού στον ασθενή, συνήθως όταν ο τελευταίος έχει υψηλό κίνδυνο για κάποιο νόσημα, είναι δηλαδή στοχευμένη και απαιτεί να πάει ο ασθενής στον γιατρό, ενώ στη Δημόσια Υγεία, έχουμε μαζικό έλεγχο σε επίπεδο πληθυσμού και πάει η Πολιτεία στον πολίτη.
Mε βάση τα ευρήματα πρόσφατων ερευνών, υπογράμμισε η κ. Αγαπηδάκη, στη χώρα μας η πρόληψη είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένη διαχρονικά, με αποτέλεσμα το 75% των θανάτων να οφείλεται στα καρδιαγγειακά νοσήματα και τον καρκίνο, νοσήματα που σε μεγάλο βαθμό μπορούν να προληφθούν. Αποτέλεσμα αυτού είναι να χάνουμε κατά μέσο όρο δέκα χρόνια από το προσδόκιμο της ζωής μας, συμπλήρωσε, αναφέροντας ότι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι, κατά τη διετία 2018-2020, μία στις τέσσερις γυναίκες δεν είχε κάνει test-pap, μία στις δύο γυναίκες άνω των 40 ετών δεν είχε κάνει μαστογραφία και μόνο ένα στα δέκα άτομα άνω των 50 ετών είχε κάνει αιματολογική εξέταση κοπράνων για έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Στο πλαίσιο λοιπόν του πληθυσμιακού προσυμπτωματικού ελέγχου που η χώρα μας υλοποιεί για πρώτη φορά, έχουν εκπονηθεί τα πρώτα 4 προγράμματα: ένα Πρόγραμμα Πρόληψης του Καρκίνου του Μαστού, που αφορά 1,3 εκατομμύρια γυναίκες ηλικίας 50-69 ετών και περιλαμβάνει δωρεάν μαστογραφία, υπερηχογράφημα και κλινική εξέταση από ιατρό, ένα Πρόγραμμα Πρόληψης του Καρκίνου του Τραχήλου της Μήτρας, που απευθύνεται σε 2,5 εκατομμύρια γυναίκες ηλικίας 21-65 ετών και περιλαμβάνει τεστ παπ, HPV DNA test, κολποσκόπηση και βιοψία, ένα Πρόγραμμα Πρόληψης Καρδιαγγειακών Νοσημάτων που απευθύνεται σε 5,5 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες ηλικίας 30-70 ετών και ένα Πρόγραμμα Πρόληψης του Καρκίνου του Παχέος Εντέρου που απευθύνεται σε 3,8 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες, 50-70 ετών και περιλαμβάνει κολονοσκόπηση.
Ήδη έχει ξεκινήσει η υλοποίηση του προγράμματος «Φώφη Γεννηματά» για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού, στο πλαίσιο του οποίου έχουν διενεργηθεί περί τις 60.000 μαστογραφίες και έχουν εντοπισθεί πάνω από 3800 γυναίκες με ευρήματα, συνέχισε η ομιλήτρια, εξηγώντας πως στόχος του προγράμματος δεν είναι απλώς να αυξηθούν οι γυναίκες που κάνουν εξετάσεις, αλλά να μειωθεί κατά τουλάχιστον 30% η θνησιμότητα από τον καρκίνο του μαστού ως το 2030.
Εντός του προσεχούς διαστήματος, ανακοίνωσε η κ. Αγαπηδάκη, θα ξεκινήσει και το πρόγραμμα πρόληψης για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, το οποίο αποτελεί μια από τις δύο βασικές δράσεις για να πετύχει η χώρα μας την εξάλειψη του καρκίνου που οφείλεται στον ιό HPV ως το 2030, στόχο που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και περιλαμβάνει: 90% των κοριτσιών να έχουν εμβολιασθεί πλήρως ως την ηλικία των 15 ετών έναντι του ιού HPV, 70% των γυναικών ηλικίας ως 35 και 45 ετών να έχουν εξετασθεί με υψηλής αποδοτικότητας HPV DNA test και 90% των γυναικών που εντοπίζονται με ευρήματα στον τράχηλο να λαμβάνουν κατάλληλη θεραπεία. Το πρόγραμμα αυτό, σε συνδυασμό με τις επικαιροποιημένες κατευθυντήριες οδηγίες για τον εμβολιασμό έναντι του ιού HPV, αναμένεται να οδηγήσει σε εξάλειψη των νέων περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου εξαιτίας του HPV ως το 2030.
Τα προγράμματα αυτά είναι μόνο η αρχή, δήλωσε η κ. Αγαπηδάκη, καθώς μετά το πέρας μίας τριετίας από την έναρξή τους, θα αξιολογηθούν ώστε να δούμε πώς μπορούν να γίνουν πιο αποδοτικά και θα συλλεχθούν δεδομένα που θα αποκαλύψουν ενδεχόμενες κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες είναι καίριας σημασίας να αντιμετωπισθούν ώστε να μπορέσουν να φθάσουν τα προγράμματα αυτά στις πλέον ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
Για να έχουμε ωστόσο ολοκληρωμένη φροντίδα, κατέληξε η ομιλήτρια, εξίσου σημαντική είναι και η διασύνδεση των υπηρεσιών, η οποία θα επιτρέψει την ομαλοποίηση της «πορείας του ασθενή» στο σύστημα υγείας.
Σε ερώτηση σχετικά με τη μελλοντική χρηματοδότηση των προγραμμάτων αυτών, η κ. Αγαπηδάκη ανέφερε πως θα αντληθούν πόροι από κοινοτικές πηγές και εργαλεία, προσθέτοντας ότι για την απορρόφηση των πόρων απαιτείται φυσικά ένας ισχυρός τεχνοκρατικός βραχίονας. Τα προγράμματα αυτά είναι ακριβά, υπογράμμισε, αλλά επενδύοντας στην πρόληψη ουσιαστικά εξοικονομούμε πόρους. Ακόμη κι αν δεν είχαμε στη διάθεσή μας τα κοινοτικά εργαλεία, εξήγησε, θα έπρεπε να γίνει αντιστροφή στην επένδυση των πόρων του ελληνικού συστήματος υγείας.
Απαντώντας σε επόμενη ερώτηση του κ. Κυριόπουλου σχετικά με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων που θα προκύψουν από τα προγράμματα αυτά για ανάλυση και αξιοποίησή τους, η κ. Αγαπηδάκη ανέφερε πως στόχος είναι η δημιουργία βάσεων δεδομένων ανοικτής πρόσβασης. Ήδη υπάρχει διαλειτουργικότητα, εξήγησε, και σταδιακά θα δοθεί πρόσβαση για αξιοποίηση των δεδομένων, αλλά απαιτείται χρόνος ώστε να δημιουργηθούν οι πλατφόρμες, τεχνογνωσία και οργάνωση για πλήρη αποτύπωση των δεδομένων.