Τη συνεδρία με θέμα τις Συνεργατικές λύσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της φαρμακευτικής δαπάνης και της πρόσβασης σε θεραπείες συντόνισε η δημοσιογράφος Ειρήνη Χρυσολωρά. Η κ. Χρυσολωρά άνοιξε τη συζήτηση αναφέροντας ότι στόχος της αναζήτησης συνεργατικών λύσεων είναι ο εξής: οι φαρμακοβιομηχανίες να μπορέσουν να επιβιώσουν και να είναι κερδοφόρες, οι ασθενείς να έχουν τα φάρμακά τους σε λογικές τιμές και ο κρατικός προϋπολογισμός να μην τιναχθεί στον αέρα. Πρόκειται για μια δύσκολη εξίσωση, και μάλιστα τη στιγμή που μιλάμε για μια φαρμακευτική δαπάνη ύψους σχεδόν 4,5 δισ. ευρώ, με συμμετοχή του κράτους περίπου 2,5 δισ. ευρώ (λίγο πάνω από το 1% του ΑΕΠ), ενώ οι υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις λόγω υπέρβασης των σχετικών προβλέψεων δαπάνης του προϋπολογισμού ανήλθαν σε 1,3 δισ. ευρώ το 2020-21. Για αυτό το κρίσιμο ζήτημα κλήθηκαν να μιλήσουν τρεις εκπρόσωποι της φαρμακοβιομηχανίας και τρεις πανεπιστημιακοί.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο κύριος Ολύμπιος Παπαδημητρίου αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η επίκληση που ακούει διαχρονικά ο φαρμακευτικός κλάδος από την πλευρά της πολιτείας είναι «Βάλτε πλάτη». Στις συνεργατικές λύσεις, όμως, καλό είναι να μη βάζει πλάτη μόνο ο ένας εταίρος, αλλά και οι άλλοι.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδημητρίου, το τελευταίο χρονικό διάστημα, η όλη προσπάθεια από πλευράς πολιτείας εστιάζεται κυρίως στην ωραιοποίηση των αριθμών, αν και έχουν γίνει κάποιες σημαντικές κινήσεις από την παρούσα κυβέρνηση, όπως η εξαίρεση των εμβολίων από τον προϋπολογισμό, το σχετικά απλό και σταθερό πλαίσιο τιμολόγησης ή τα επενδυτικά κίνητρα που έχουν δοθεί στη λογική συμψηφισμού του clawback.
Σε μια επιχείρηση αυτό που μετράει περισσότερο είναι οι καθαρές τιμές διάθεσης των προϊόντων, είπε ο ομιλητής και πρόσθεσε ότι όταν οι καθαρές τιμές έχουν φθάσει να είναι κάτω από το 50% των τιμών καταλόγων, κατά μέσον όρο, και η κατάσταση βαίνει επιδεινούμενη, δεν μπορούμε να μιλάμε για βιωσιμότητα του συστήματος.
Περνώντας στις προτάσεις για συνεργατικές λύσεις, ο κ. Παπαδημητρίου αναφέρθηκε αρχικά στην ορθολογική χρηματοδότηση. Τα χρήματα εδώ και χρόνια είναι ανεπαρκή, ενώ δεν λαμβάνεται κανένα μέτρο για τον έλεγχο της ζήτησης. Η διαδικασία «σάρωσης ορίζοντα», την οποία επιχειρεί να εισάγει ο ΕΟΠΥΥ, είναι σίγουρα μια κίνηση προς τη θετική κατεύθυνση για τις νέες θεραπείες που θα έρθουν να απασχολήσουν το σύστημα και δυνητικά να ενταχθούν σε αυτό, πρόσθεσε. Επίσης έθεσε κάποια ερωτήματα, όπως αν θα συνοδευτεί αυτό από την αντίστοιχη πρόσθετη χρηματοδότηση που απαιτείται και πώς σκοπεύει το κράτος να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία της σάρωσης ορίζοντα. Ειδικά οι γονιδιακές θεραπείες, οι οποίες φαίνεται να είναι προ των πυλών και οι οποίες θα ξεπεράσουν τις 30 μέχρι το τέλος του 2023, είναι αδύνατο να ενταχθούν στον υπάρχοντα προϋπολογισμό.
Το δεύτερο πεδίο στο οποίο απαιτείται συνεργασία και το οποίο πάλι βαρύνει την πολιτεία, είπε ο κ. Παπαδημητρίου, σχετίζεται με τον έλεγχο της συνταγογράφησης, τα περίφημα θεραπευτικά πρωτόκολλα, τον φάκελο ασθενούς, τον εντοπισμό σπατάλης, όπου υπάρχει, και την πλήρη ψηφιοποίηση του συστήματος. Ενώ όμως στη λήψη μέτρων οικονομικής φύσης η ταχύτητα είναι πάρα πολύ καλή (όπως στα rebates), όταν πρόκειται να υλοποιηθούν διαρθρωτικά μέτρα για τον έλεγχο της ζήτησης, τα πράγματα κυλάνε αργά και χωρίς αποτέλεσμα, σχολίασε.
Μια τρίτη συνεργατική προσέγγιση θα έπρεπε να είναι ο επιμερισμός της ευθύνης, συνέχισε ο ομιλητής. Για τη διαρκή και ανεξέλεγκτη αύξηση της δαπάνης δεν μπορεί να φταίνε μόνο οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Η ζήτηση καθορίζεται από συγκεκριμένες παραμέτρους, όπως είναι η νοσηρότητα του πληθυσμού, το ιατρικό σώμα, η τήρηση ή μη τήρηση θεραπευτικών οδηγιών. Άρα και οι υπόλοιποι εταίροι θα έπρεπε να συμμετέχουν με κάποιο τρόπο στον επιμερισμό της ευθύνης για την πορεία της δαπάνης. Δεν μπορεί δηλαδή το κράτος από τη μία να μην αμφισβητεί τις θεραπευτικές αποφάσεις των γιατρών και από την άλλη να αρνείται μονίμως να τις χρηματοδοτήσει.
Μια τέταρτη πρόταση είναι τα επενδυτικά κίνητρα. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει βήματα και μάλιστα το τελευταίο διάστημα γίνεται πολλή συζήτηση για μεγάλο όγκο επενδύσεων κυρίως από τις ελληνικές βιομηχανίες. Ο κ. Παπαδημητρίου επικρότησε τα παρεχόμενα επενδυτικά κίνητρα, επισήμανε ωστόσο την ετεροβαρή τους εφαρμογή, η οποία δίνει πολύ λίγα κίνητρα για τις κλινικές μελέτες. Οι κλινικές μελέτες φαίνεται να απορροφούν περίπου το 5% από το διατιθέμενο ποσό, ενώ σε όλη την Ε.Ε. αποτελούν μια τεράστια δραστηριότητα, τη στιγμή μάλιστα που η πλειοψηφία των εταιρειών, διεθνών και ελληνικών, είναι σε θέση να επενδύσει στη χώρα σε κλινικές μελέτες, ενώ δεν μπορεί να κάνει το ίδιο σε άλλους τομείς. Θα πρέπει στο μεσοπρόθεσμο μέλλον να βρεθεί ένα διαφορετικό πλαίσιο στήριξης και ενίσχυσης των κλινικών μελετών.
Ο κ. Παπαδημητρίου ολοκλήρωσε τον τοποθέτησή του αναφέροντας ότι απαιτείται περαιτέρω βελτιστοποίηση στις διαδικασίες αξιολόγησης των τεχνολογιών υγείας και διαπραγμάτευσης, έτσι ώστε να πραγματοποιούνται χωρίς προσκόμματα. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου οργανισμού που θα λειτουργεί κατά το δυνατόν αυτόνομα, με ένα προσωπικό κατάλληλα εκπαιδευμένο και πλήρους απασχόλησης, είναι απαραίτητη για να προχωρήσουμε περαιτέρω.
Λαμβάνοντας τον λόγο ο κύριος Θεόδωρος Τρύφων διατύπωσε αρχικά την άποψη ότι με τις διαρκείς υποχωρήσεις τους οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις έχουν χάσει την αξιοπιστία τους απέναντι στην κυβέρνηση –όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Όταν παραπονούνται διαχρονικά για επιστροφές της τάξης του 15%, εξακολουθούν να παραπονούνται όταν οι επιστροφές φθάνουν το 55-60% ή ακόμη και το 70% για ορισμένα φάρμακα, αλλά παραμένουν ανοιχτές, τότε χάνουν την αξιοπιστία τους, συμπλήρωσε.
Επίσης, ο ομιλητής επισήμανε ότι θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις έχουν εκ διαμέτρου αντίθετους στόχους με την εκάστοτε κυβέρνηση και αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην κάθε εξίσωση. Οι κυβερνώντες έχουν έναν βραχυπρόθεσμο ή το πολύ μεσοπρόθεσμο ορίζοντα μπροστά τους, είπε ο κ. Τρύφων και πρόσθεσε ότι δεν θέλουν απέναντί τους ομάδες με μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη από τις φαρμακευτικές εταιρείες (π.χ. γιατρούς, φαρμακοποιούς), άρα δεν έχουν κάποιο κίνητρο να οργανώσουν το σύστημα ώστε να το εξορθολογήσουν.
Η φαρμακοβιομηχανία παρόλα αυτά ως κοινωνικός εταίρος, σύμφωνα με τον κ. Τρύφων, οφείλει κάθε περίοδο να δίνει έναν αγώνα για οργάνωση του συστήματος με μια νέα αρχιτεκτονική και με συγκεκριμένους πυλώνες και να υποβάλει σχετικές προτάσεις, χωρίς να γνωρίζει τελικά ποιος θα τις υλοποιήσει.
Ένα σημαντικό ζήτημα στις προτάσεις που υποβάλλονται είναι η πρόσβαση στα νέα φάρμακα, το οποίο είναι ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα, επισήμανε ο ομιλητής. Αυτήν τη στιγμή σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης υπάρχουν πάρα πολύ μεγάλοι περιορισμοί στην αποζημίωση των ενδείξεων. Εφτά στα δέκα νέα φάρμακα ουσιαστικά δεν θεωρούνται καινοτόμα, άρα αποζημιώνονται με τις τιμές αναφοράς των υφιστάμενων φαρμάκων. Τα τρία που θεωρούνται καινοτόμα αποζημιώνονται για συγκεκριμένο αριθμό ασθενών, αλλά χωρίς τις γιγαντιαίες μειώσεις στην καθαρή τιμή που υπάρχουν στην Ελλάδα. Άρα, απαιτείται να καθοριστεί τι επιπλέον προϋπολογισμό θα έχουν τα νέα φάρμακα και για ποιον επιπολασμό ασθενών.
Το δεύτερο θέμα είναι η κάλυψη των ασφαλισμένων με τα παλαιότερα φάρμακα –είτε πρόκειται για φάρμακα που έχει λήξει η πατέντα τους είτε πρόκειται για γενόσημα. Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για αύξηση της χρήσης των παλαιότερων φαρμάκων, σε χαμηλότερες τιμές. Όπως υποστήριξε ο κ. Σουλιώτης, είναι υπέρ της μείωσης της τιμής των φαρμάκων όταν λήγει η πατέντα τους, αλλά με παράλληλη παροχή κινήτρων για αύξηση του όγκου τους.
Το ζήτημα της οργάνωσης σχετίζεται και με τη διασυνδεσιμότητα των συστημάτων (ΗΔΙΚΑ, ΕΟΠΥΥ, Υπουργείο Υγείας, επιτροπές θεραπευτικών πρωτοκόλλων, «κόφτες»): ό,τι έγινε με την ψηφιακή διακυβέρνηση για τα εμβόλια, θα πρέπει να γίνει και για το φάρμακο.
Ολοκληρώνοντας με το θέμα των κινήτρων, ο κ. Τρύφων ανέφερε ότι αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν 45 φαρμακευτικά εργοστάσια τα οποία ζουν από τις εξαγωγές. Οι πωλήσεις στην Ελλάδα δεν συμφέρουν και επομένως θα πρέπει να δοθούν κίνητρα. Η πολιτική της Ελλάδας θα πρέπει να ενσωματωθεί στην πολιτική της Ευρώπης, ενώ και η ίδια η Ευρώπη θα πρέπει να αναπτύξει ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα έτσι ώστε να γίνει επαναπατρισμός της παραγωγής σε ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου του προστατευτισμού που εφαρμόζεται στην Ασία και στις ΗΠΑ για τις εγχώριες εταιρείες. Το σύστημα που υπάγεται στον RRF είναι πάρα πολύ καλό, αλλά δεν είναι καθόλου ευέλικτο. Άρα απαιτείται μια νέα αρχιτεκτονική και στο σύστημα των κινήτρων, κατέληξε ο κ. Τρύφων.
Ξεκινώντας την τοποθέτησή της, η κυρία Έλενα Χουλιάρα τόνισε ότι τείνουμε να αναφερόμαστε περισσότερο στη δαπάνη σε ό,τι αφορά στο φάρμακο και ξεχνάμε να αναγνωρίσουμε την αξία των καινοτόμων φαρμάκων. Μελέτες δείχνουν ότι μεταξύ 2000 και 2009 το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά περίπου δύο χρόνια, εκ των οποίων τα 3/4 οφείλονται στη φαρμακευτική καινοτομία, ενώ άλλες μελέτες δείχνουν τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που έχει στην οικονομική ανάπτυξη της κάθε χώρας η επιπλέον χρηματοδότηση της υγείας. Ας μην ξεχνάμε, τέλος, το πολύ πρόσφατο παράδειγμα της πανδημίας και ας αναλογιστούμε πού θα βρισκόμασταν σήμερα αν η καινοτόμος φαρμακοβιομηχανία δεν είχε φθάσει τόσο γρήγορα στην ανάπτυξη και διάθεση εμβολίων και θεραπειών κατά της COVID-19, που έσωσαν εκατομμύρια ζωές. Ας αναλογιστούμε επίσης την επίδραση που είχαν όλα αυτά και στην παγκόσμια οικονομία –θυμόμαστε όλοι πάρα πολύ καλά για τι απώλειες τρισεκατομμυρίων δολαρίων μιλούσαμε από την παγκόσμια οικονομία λόγω της παντελούς διακοπής της οικονομικής δραστηριότητας.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα το φάρμακο τελεί υπό διωγμό, και ακόμα περισσότερο το καινοτόμο φάρμακο. Αυτό φάνηκε και τελευταία από την απόφαση της πολιτείας να χωρίσει τον προϋπολογισμό για το φάρμακο σε ακόμη πιο μικρά κομμάτια. Τα καινοτόμα φάρμακα στα νοσοκομεία αντιμετωπίζουν σήμερα επιστροφές της τάξης άνω του 70% της ονομαστικής τους τιμής, τα φάρμακα που διατίθενται μέσω των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ αντιμετωπίζουν επιστροφές άνω του 60%, ενώ και τα φάρμακα κοινότητας που διατίθενται μέσω των φαρμακείων αντιμετωπίζουν επιστροφές της τάξης του 40-45%. Τα ίδια τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ καταρρίπτουν τα επιχειρήματα περί αυξημένων επιπτώσεων των καινοτόμων φαρμάκων στον προϋπολογισμό και περί άκριτης συνταγογράφησής τους: την τελευταία τριετία (2018-2021) τα λεγόμενα on-patent φάρμακα είναι σταθερά, με μια μείωση του όγκου 1% και μια αύξηση της αξίας πώλησης 1% (ενώ όλα τα υπόλοιπα φάρμακα εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση), ενώ και η ηλεκτρονική διαδικασία προέγκρισής τους είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και ελεγχόμενη.
Σε ό,τι αφορά τη συνεργατική εύρεση λύσεων, η κ. Χουλιάρα επισήμανε την απουσία συνεργασίας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως είπε, την επιτροπή παρακολούθησης φαρμακευτικής δαπάνης, η οποία δεν έχει λειτουργήσει εδώ και δύο χρόνια. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η νέα σύνθεσή της και η κ. Χουλιάρα εξέφρασε την ελπίδα ότι θα δοθεί η ευκαιρία να γίνει μια πραγματική συζήτηση, να δοθούν πραγματικά στοιχεία, να αξιολογηθούν οι διάφορες επιλογές της πολιτείας και ενδεχομένως να αναδειχθούν ευκαιρίες για εξοικονομήσεις.
Επιπλέον, σίγουρα λείπει μια εθνική πολιτική φαρμάκου η οποία να θέτει τους στόχους της πολιτείας σε σχέση με το φάρμακο. Αυτό προϋποθέτει μια γενναία συζήτηση, η οποία δεν έχει γίνει, σχετικά με το ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού και ποιος θα έπρεπε να είναι τελικά ο προϋπολογισμός για το φάρμακο στη χώρα μας (με βάση τη νοσηρότητα, τις παθήσεις, τις επιστημονικές εξελίξεις και τις κλινικές πρακτικές που διαμορφώνονται παγκοσμίως και στη χώρα μας). Έχουμε εγκλωβιστεί σε κάποια ποσοστά και κάποιες μεθοδολογίες που ορίστηκαν πριν από περισσότερα από 10 έτη, με τα μνημόνια. Η συζήτηση θα πρέπει να περιλαμβάνει την αναζήτηση λύσεων για εξοικονόμηση χρημάτων μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές και αξιοποίηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, αλλά είναι προφανές ότι οι πόροι δεν είναι επαρκείς και ότι ο προϋπολογισμός θα πρέπει να αυξηθεί.
Ο κύριος Άγγελος Τσακανίκας ξεκίνησε εμφατικά την τοποθέτησή του, δηλώνοντας ότι το σύστημα κινήτρων το οποίο υπάρχει στη φαρμακευτική αγορά είναι στρεβλό αυτήν τη στιγμή. Οι εταιρείες από την πλευρά τους θέλουν να πουλήσουν περισσότερο. Όταν πουλάνε περισσότερο, μεγαλώνει το clawback, οι εταιρείες επιβαρύνονται, άρα προσαρμόζονται στο να μεγαλώσουν αυτήν την «πίτα». Και κανένα μέρος του συστήματος δεν έχει κίνητρο να σταματήσει αυτή την αύξηση της πίτας, η οποία έτσι μεγαλώνει διαρκώς. Άρα, το σύστημα κινήτρων δεν λειτουργεί σε κανένα μέρος της αγοράς και αυτή είναι η πορεία που ακολουθούμε τα τελευταία 12 χρόνια.
Αυτό έχει διάφορες συνέπειες, όπως την έλλειψη κινήτρων για συγκράτηση και την καθυστέρηση της άφιξης των καινοτόμων φαρμάκων στην αγορά. Δεδομένου ότι το κλίμα σήμερα έχει αλλάξει σε σχέση με το 2012, που δεχόμασταν μεγάλη πίεση από τα μνημόνια, ενώ και η αγορά ήταν ενδεχομένως δαιμονοποιημένη σε κάποιο βαθμό, θα πρέπει να ξαναδούμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αγορά. Έχει έρθει η ώρα για μια νηφάλια προσέγγιση, η οποία να είναι πραγματικά συνεργατική και όχι να πληρώνει ένας.
Μελέτες του ΙΟΒΕ έχουν δείξει ότι οι επενδύσεις και ο συμψηφισμός τους με το clawback φέρνουν καλύτερα αποτελέσματα και, παρά τις όποιες ενστάσεις για τη μεθοδολογία, έχει αποδειχθεί ότι το επενδυτικό clawback λειτουργεί και, άρα, θα πρέπει να μπει ψηλά στην ατζέντα.
Επιπλέον, μετά από την πανδημία, η εικόνα της φαρμακοβιομηχανίας στο κοινό έχει βελτιωθεί, αλλά και το σύστημα είναι ενδεχομένως πιο ώριμο να ακούσει και την πλευρά και τις θέσεις της φαρμακοβιομηχανίας.
Ο κ. Τσακανίκας ολοκλήρωσε την εισήγησή του αναφερόμενος στην τάση για επαναπατρισμό μέρους της παραγωγής στην Ευρώπη, επισημαίνοντας ότι η τάση αυτή σημαίνει ότι ήδη τα θέματα επάρκειας και ασφάλειας του συστήματος βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα και επομένως είναι ευκαιρία, ακριβώς επειδή έχουμε αυτές τις παραγωγικές δυνατότητες στην Ελλάδα, να διεκδικήσουμε μέρος αυτής της παραγωγής και να τη φέρουμε στην Ελλάδα. Η κουβέντα για την υγεία δεν μπορεί να αφορά μόνο το Γενικό Λογιστήριο ή το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά θα πρέπει να έχει και μια αναπτυξιακή συνιστώσα, η οποία θα πρέπει να αναδειχθεί και από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις και από όλους όσοι κινούνται στο σύστημα.
Όπως υπογράμμισε ο κύριος Κώστας Αθανασάκης ξεκινώντας την τοποθέτησή του, ο όρος «συνεργατικές λύσεις» στον τίτλο της συνεδρίας υποδηλώνει την ανάγκη για την ανάπτυξη μιας συναντίληψης απέναντι σε αυτό που ονομάζουμε πολιτική φαρμάκου, αν θέλουμε να έχουμε κάποτε αυτό που ονομάζουμε εθνική πολιτική φαρμάκου.
Όπως υποστήριξε ο κ. Αθανασάκης, για το ζήτημα της δαπάνης υπάρχουν πολλές προτάσεις, αλλά δεν υπάρχει μία συλλογική πρόταση η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην πολύ συγκεκριμένη πρόταση που έχει η πολιτεία αυτήν τη στιγμή (ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ). Ο λόγος που δεν υπάρχει είναι ότι απαιτείται κόπος για να γίνει, παρατήρησε και πρόσθεσε πως στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές της αγοράς θα πρέπει να συμφωνήσουν να χάσουν βραχυχρόνια για να κερδίσουν μακροχρόνια. Είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Ο κ. Αθανασάκης πρόσθεσε ότι δεν υπάρχει μία μεμονωμένη λύση που να λύνει το ζήτημα της δαπάνης –ούτε καν η αύξησή της. Απαιτούνται λύσεις οι οποίες θα διαπερνούν ολόκληρο το πολυσύνθετο θέμα που ονομάζεται φαρμακευτική πολιτική. Απαιτούνται λύσεις υποχώρησης και συνυπευθυνότητας από την πλευρά του κράτους, αλλά και διάθεση υποχώρησης από την πλευρά της βιομηχανίας.
Τέλος, δήλωσε ο κ. Αθανασάκης, στο ζήτημα της δαπάνης απαιτείται μια κάποια προβλεψιμότητα. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η δαπάνη που ορίστηκε το 2012 ήταν σωστή και επαρκής, δεν μπορεί να είναι η ίδια μετά από 10 χρόνια, που οι καταστάσεις και τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η μέθοδος της σάρωσης ορίζοντα (horizon scanning) είναι κάτι που μπορεί να αποδώσει για να ξέρουμε τι να περιμένουμε στο μέλλον, ενώ επίσης μπορεί να συμβάλει σε μια μεγαλύτερη συνεκτικότητα με τα δίκτυα που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη. Το μέλλον του συστήματος υγείας χτίζεται σήμερα και με κάποιον τρόπο πρέπει να προβλέψουμε τι θα γίνει στο μέλλον. Με τις τρέχουσες συνθήκες, είναι πάρα πολύ δύσκολο, για παράδειγμα, να δούμε καινοτόμες θεραπείες σε πλήρη έκταση στην Ελλάδα, θεραπείες οι οποίες καλύπτουν πολύ σοβαρές ανάγκες οι οποίες είναι μέχρι στιγμής ακάλυπτες, κατέληξε ο κ. Αθανασάκης.
Ο κύριος Κυριάκος Σουλιώτης ξεκίνησε την τοποθέτησή του αναφέροντας ότι η συζήτηση για την αγορά του φαρμάκου περιλαμβάνει τρία σκέλη: ένα τεχνικό, ένα οικονομικό και ένα πολιτικό.
Ξεκινώντας με το τεχνικό σκέλος, ο κ. Σουλιώτης δήλωσε ότι δεν διαφωνεί με την έννοια του σφαιρικού προϋπολογισμού. Πρόκειται για ένα πολύ καλό μέτρο, το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα να προβλέπουμε. Το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτός ο σφαιρικός προϋπολογισμός μένει συνεχώς ο ίδιος και δεν προσαρμόζεται στις νέες θεραπείες, στα νέα δεδομένα, στις νέες ανάγκες. Και ο λόγος που δεν προσαρμόζεται είναι ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για τις πραγματικές ανάγκες. Σχολίασε δε, ότι στο τεχνικό σκέλος η αγορά έχει ισορροπήσει χάρη σε ένα ανορθολογικό μέτρο, το οποίο βολεύει, λόγω αυτού που συμβαίνει στο οικονομικό σκέλος.
Περνώντας στο οικονομικό σκέλος, ο κ. Σουλιώτης εξέφρασε την άποψη ότι υπάρχει ένα πρόβλημα θεώρησης: στην Ελλάδα δεν έχουμε πολιτική φαρμάκου, έχουμε πολιτική φαρμακευτικής δαπάνης. Όλα τα μέτρα είναι προσανατολισμένα προς αυτήν την κατεύθυνση και αγνοείται η πολύ σημαντική επενδυτική διάσταση του κλάδου. Έχουμε εγκλωβιστεί σε μια λογική που θέλει τη δαπάνη για το φάρμακο να είναι μόνο κόστος. Ωστόσο, μελέτη του 2015 υπολόγισε ότι για κάθε 100 εκ. μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης, χάνουμε περίπου 47 εκ. από φόρους και εισφορές – χωρίς τα παρεπόμενα, αυτά που προκύπτουν από τον δεύτερο κύκλο των πολλαπλασιαστών. Άρα, το καθαρό οικονομικό όφελος δεν είναι αυτό που καταγράφεται από τη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης, είναι πολλαπλώς λιγότερο.
Ως προς το πολιτικό σκέλος, ο κ. Σουλιώτης δήλωσε ότι το πρόβλημα ξεκινά από τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί το πολιτικό σύστημα τα επί μέρους χαρτοφυλάκια. Αν για παράδειγμα ένας υπουργός υγείας χαλαρώσει λίγο το χαλινάρι της δαπάνης, με αποτέλεσμα να υπάρξει αύξηση των θέσεων απασχόλησης, αύξηση του ΑΕΠ, αύξηση της παραγωγικότητας κ.λπ., θα θεωρηθεί αποτυχημένος, γιατί η φαρμακευτική δαπάνη ή η δαπάνη υγείας θα έχει αυξηθεί επί των ημερών του. Η ωφέλεια που προκύπτει για το υπουργείο οικονομικών, το υπουργείο επενδύσεων ή το υπουργείο απασχόλησης ή η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών δεν είναι μέρος της αξιολόγησης. Έτσι, το πρόβλημα είναι πρώτον ότι ο πολιτικός χρόνος είναι λίγος και μέσα στον 1,5 χρόνο περίπου μιας υπουργικής θητείας δεν μπορεί κάποιος να ασκήσει πολιτική με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα και δεύτερον ότι τα πολιτικά χαρτοφυλάκια είναι στεγανοποιημένα και δεν λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη εικόνα.
Μια δεύτερη πρόταση που μπορεί να κατατεθεί είναι η ρήτρα ανάπτυξης στην υγεία. Αν υπάρχει ανάπτυξη και θεωρήσουμε ότι ο τομέας της υγείας αποτελεί μοχλό ανάπτυξης, θα πρέπει ένα μέρος του ποσοστού της ανάπτυξης να πηγαίνει νομοτελειακά στην υγεία. Στις κυβερνητικές δαπάνες, ξοδεύουμε 10% για την υγεία – στην Ευρώπη το ποσοστό αυτό είναι 14%, στον ΟΟΣΑ 15%. Αυτό ερμηνεύεται με δύο τρόπους: ή δίνουμε λιγότερα για την υγεία από όσο πρέπει ή πληρώνουμε περισσότερα σε άλλους τομείς της δημόσιας πολιτικής. Ο κ. Σουλιώτης διατύπωσε την άποψη ότι με βεβαιότητα ισχύει ένας συνδυασμός αυτών των δύο.
Ο κ. Σουλιώτης ολοκλήρωσε την εισήγησή του επανερχόμενος στην αρχική του δήλωση, ότι δηλαδή στην αγορά του φαρμάκου υπάρχει μια βολική αδράνεια: ένα ανορθολογικό μέτρο έχει εγκατασταθεί διότι βολεύει. Ο λόγος που βολεύει είναι ότι πρόκειται για ένα μέτρο άμεσης απόδοσης, χωρίς ρίσκο. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, εν τω μεταξύ, είναι ότι οι έμπειροι γιατροί ξέρουν πώς να παρακάμψουν τα πρωτόκολλα. Επομένως, τα μέτρα απαιτούν επιμονή και υπομονή. Χωρίς αυτά τα δύο, καταφεύγουμε σε μέτρα άμεσης απόδοσης, ακόμα και αν αυτά είναι ανορθολογικά, κατέληξε ο κ. Σουλιώτης.