Πολιτικές και Μεταρρυθμίσεις για το Σύστημα Υγείας του Μέλλοντος

Η έναρξη εργασιών του Πανελλήνιου Συνεδρίου για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας 2022 πραγματοποιήθηκε, υπό την προεδρία της κ. Ελπίδας Πάβη και του κ. Κώστα Αθανασάκη, σε κλίμα χαράς λόγω της επιστροφής μετά από δύο χρόνια στις δια ζώσης εργασίες, αλλά και συγκίνησης λόγω της απουσίας του εμπνευστή και ιδρυτή του Συνεδρίου καθηγητή Γιάννη Κυριόπουλου.

Η απουσία του αείμνηστου καθηγητή Γιάννη Κυριόπουλου είναι ιδιαίτερα αισθητή σε όλους, δήλωσε η κ. Πάβη, ωστόσο η καθοδήγησή του μας δίνει δύναμη να συνεχίσουμε το έργο του, τιμώντας τη μνήμη του με τον τρόπο που ο ίδιος θα επιθυμούσε. Το θέμα του φετινού Συνεδρίου είναι φλέγον, καθώς η βιωσιμότητα και η ανθεκτικότητα είναι απαραίτητες συνιστώσες ώστε να μπορούν τα συστήματα υγείας να αντεπεξέρχονται στους εκάστοτε κλυδωνισμούς και πιέσεις που υφίστανται, πρόσθεσε, καλωσορίζοντας τους συνέδρους και προλογίζοντας την εναρκτήρια ομιλία της Αναπληρώτριας Υπουργού Υγείας κ. Μίνας Γκάγκα.

Στην ομιλία της «Πολιτικές και Μεταρρυθμίσεις για το Σύστημα Υγείας του Μέλλοντος», η κ. Μίνα Γκάγκα αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ενός ασθενοκεντρικού συστήματος υγείας, με δίκαιη πρόβαση και κατανομή των πόρων, καθώς και με αξιολόγηση και τεκμηρίωση της καινοτομίας.

Η βιωσιμότητα και η ανθεκτικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας είναι ένα θέμα που ασφαλώς μας απασχολεί όλους, παρατήρησε η κ. Γκάγκα. Απαραίτητες συνιστώσες για την επίτευξή του στόχου αυτού, συμπλήρωσε, αποτελούν ο σεβασμός στους ασθενείς, η ανάπτυξη πνεύματος συνεργατικότητας για να μπορέσουμε να τους προσφέρουμε ό,τι χρειάζονται, η πρόληψη υγείας ώστε να διασφαλίσουμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής στους πολίτες, η διερεύνηση των υφιστάμενων αναγκών, καθώς και η οργάνωση της εκπαίδευσης, των δομών και των οικονομικών υγείας.

Η Ελλάδα διαφέρει από πολλές άλλες χώρες, συνέχισε, καθώς το σύστημα υγείας μας αποδυναμώθηκε από την οικονομική κρίση και η εκπαίδευση υγείας της κοινωνίας είναι ελλιπής, ενώ η πρόσφατη πανδημία επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση. Υπάρχουν πολλά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν και για να γίνει αυτό απαιτείται μια συνολική αλλαγή νοοτροπίας, τόνισε η κ. Γκάγκα, επισημαίνοντας ωστόσο ότι τα πρώτα βήματα της προσπάθειας έχουν ξεκινήσει.

Ένα σημαντικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθεί για να μπορέσουμε να χτίσουμε ένα δίκαιο και προσβάσιμο σε όλους σύστημα υγείας είναι το αυξανόμενο κόστος της υγείας που οφείλεται στα νέα φάρμακα που αναπτύσσονται, υπογράμμισε, αναφέροντας ότι η λύση βρίσκεται στην τεκμηριωμένη αξιολόγηση του οφέλους που προσφέρουν.

Στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση και αναμόρφωση του συστήματος υγείας θα πρέπει να συμμετέχουν όλοι και η προσέγγιση που θα ακολουθηθεί να είναι ολιστική περιλαμβάνοντας ασφαλώς την πρόληψη και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, πρόσθεσε η ομιλήτρια, σημειώνοντας ότι το πρώτο βήμα έγινε με τη θέσπιση του προσωπικού ιατρού.

Ο χάρτης υγείας θα πρέπει να τα περιλαμβάνει όλα, ανέφερε η κ. Γκάγκα. Οι δομές θα πρέπει να αναβαθμισθούν με γνώμονα τη λειτουργικότητα και αποδοτικότητα και η χρόνια φροντίδα να παρέχεται από την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια περίθαλψη, με συνεργατική κουλτούρα.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, τόνισε, είναι η ανισοκατανομή ιατρών στις διάφορες ειδικότητες, καθώς σε κάποιες υπάρχει υπερπληθώρα και σε άλλες ειδικότητες παρατηρείται έλλειψη ιατρικού προσωπικού. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού θα πρέπει να ξεκινήσει από τα Πανεπιστήμια και να καταβληθεί προσπάθεια να στραφούν οι φοιτητές στις ειδικότητες όπου υπάρχει έλλειψη.

Αναφερόμενη στους ανθρώπους με αναπηρίες, η κ. Γκάγκα σημείωσε πως είναι ανάγκη να βελτιωθεί η φροντίδα τους και να δημιουργηθούν οι υποδομές ώστε να μην περιθωριοποιούνται και αποκλείονται από την κοινωνία.

Η νοοτροπία των επαγγελματιών υγείας, δήλωσε, θα πρέπει να δίνει έμφαση στη στήριξη του ασθενή και στη συνεργασία όλων για τη βέλτιστη κάλυψη των αναγκών του. Στο επίκεντρο των υπηρεσιών υγείας πρέπει να είναι ο πολίτης και στόχος είναι η πρόληψη, η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας, καθώς και η φροντίδα και στήριξη του ασθενή μέσα στην κοινότητα με τη συνεργασία όλων.

Για να μπορέσουμε να έχουμε ένα βιώσιμο και ανθεκτικό σύστημα υγείας χρειάζεται καταγραφή, εκτίμηση, αξιολόγηση και ορθή κατανόηση των αναγκών, ολοκλήρωσε την ομιλία της η κ. Γκάγκα, και ασφαλώς είναι απαραίτητη η βοήθεια των οικονομολόγων.

Συζήτηση

Σε ερώτηση σχετικά με το αν θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα σύστημα παραπομπής των ασθενών στη δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας από τους οικογενειακούς ιατρούς, η κ. Γκάγκα απάντησε πως το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή έγινε με τη θέσπιση του προσωπικού ιατρού και του φακέλου υγείας του ασθενή, ωστόσο θα χρειασθεί χρόνος και προσπάθεια προκειμένου να πεισθούν οι ασθενείς να μην πηγαίνουν μόνοι τους στο νοσοκομείο για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα υγείας που παρουσιάζουν. Επιπλέον, αν και ο φάκελος υγείας του ασθενή είναι πλέον ψηφιακός, σημείωσε, η ψηφιοποίηση των παλαιότερων ιατρικών φακέλων των νοσοκομείων απαιτεί πολλή δουλειά. Φυσικά, πρόσθεσε, θα πρέπει επίσης να διασφαλισθεί ότι τα Κέντρα Υγείας είναι κατάλληλα στελεχωμένα ώστε να είναι σε θέση να προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας και να μην χρειάζεται να παραπέμπουν τους ασθενείς σε νοσοκομεία.

Απαντώντας σε επόμενη ερώτηση σχετικά με τα αίτια της παρατηρούμενης σήμερα έλλειψης γενικών ιατρών και παθολόγων και τους τρόπους που θα μπορούσε το πρόβλημα αυτό να αντιμετωπισθεί, η κ. Γκάγκα ανέφερε πως είναι κομβικός ο ρόλος των Πανεπιστημίων. Προφανώς, η προτίμηση σε συγκεκριμένες ειδικότητες βασίζεται στις απολαβές, σημείωσε, επομένως θα πρέπει να φροντίσουμε ώστε να υπάρχουν ικανοποιητικές αμοιβές για όλες τις ειδικότητες, το δημόσιο σύστημα υγείας να οργανωθεί σωστά και να γίνει «ελκυστικό» και, σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια, να προσπαθήσουμε να στρέψουμε από το πρώτο έτος σπουδών τους φοιτητές προς τις ειδικότητες όπου υπάρχουν ελλείψεις.

Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση του κοινού σχετικά με το πώς μπορούν οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα να βοηθήσουν, η ομιλήτρια επεσήμανε πως τα παραδείγματα πολλών ευρωπαϊκών χωρών δείχνουν πολύ καλά αποτελέσματα. Στη χώρα μας, παρατήρησε, όπου οι υψηλές ιδιωτικές δαπάνες των ασθενών για τη λήψη υπηρεσιών υγείας αποτελούν διαχρονικό πρόβλημα, οι συνεργασίες αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε ελάφρυνση της επιβάρυνσης για τους πολίτες. Το ζητούμενο, κατέληξε, είναι να μπορούμε να προσφέρουμε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας στις οποίες θα έχουν πρόσβαση όλοι, μέσω ενός δημόσιου συστήματος υγείας, με χρήση όπου απαιτείται των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα.