Προς μια ολιστική προσέγγιση για την ανθεκτική κατάθλιψη

Η πανδημία επιδείνωσε σημαντικά την ψυχική υγεία του πληθυσμού παγκοσμίως. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τον ΠΟΥ η κατάθλιψη αποτελεί την πιο διαδεδομένη αιτία αναπηρίας παγκοσμίως, η ανθεκτική κατάθλιψη αποτελεί φλέγον θέμα ψυχικής υγείας, καθώς καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την ανακούφιση των ασθενών και η αντιμετώπισή της απαιτεί ένα καλά σχεδιασμένο θεραπευτικό πλάνο στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης. Η προσέγγιση αυτή συζητήθηκε από έγκριτους επιστήμονες και εκπροσώπους ασθενών στο στρογγυλό τραπέζι που διεξήχθη την τελευταία ημέρα της διοργάνωσης, υπό τον συντονισμό της δημοσιογράφου κ. Μάρθας Καϊτανίδη.

Η συνεδρία αυτή καλείται να συζητήσει ένα πολύ ιδιαίτερο θέμα, επισήμανε η κ. Καϊτανίδη. Ενώ παραδοσιακά η ψυχική υγεία βρισκόταν στο περιθώριο της δημόσιας υγείας, πλέον μετατοπίζεται στον πυρήνα της και βλέπουμε να σχεδιάζονται πολλές μεταρρυθμίσεις. Καθώς τα προβλήματα ψυχικής υγείας έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, λόγω των διαδοχικών κρίσεων και της μεγάλης πίεσης που υφίσταται ο πληθυσμός, είναι απαραίτητη η δημιουργία μίας ολιστικής προσέγγισης για τη στήριξη και την ενδυνάμωση των ασθενών. Το πρόβλημα ωστόσο με την ανθεκτική κατάθλιψη είναι πως υπάρχει σύγχυση στην επιστημονική κοινότητα τόσο όσον αφορά στον ορισμό της νόσου, όσο και στα κριτήρια διάγνωσης και θεραπείας, ανέφερε, καλώντας στο βήμα την πρώτη ομιλήτρια κ. Μυρτώ Σαμαρά, Aναπληρώτρια Καθηγήτρια Ψυχιατρικής, Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου. Θεσσαλίας.

Ορισμός, διάγνωση και θεραπεία

Η κατάθλιψη αφορά έναν μεγάλο αριθμό ασθενών, ξεκίνησε την ομιλία της η κ. Μυρτώ Σαμαρά, που τίθενται όλοι κάτω από την ίδια διαγνωστική ομπρέλα, ενώ παρουσιάζουν ένα εύρος συμπτωμάτων σε διαφορετικούς συνδυασμούς και διατίθεται ένα ευρύ φάσμα φαρμακολογικών και μη επιλογών θεραπείας με διαφοροποιούμενη αποτελεσματικότητα.

Δυστυχώς, περίπου ένας στους τρεις ασθενείς δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στη θεραπεία και τότε μιλάμε για ανθεκτική κατάθλιψη.

Η πληθώρα των ορισμών που υπάρχει για την ανθεκτική κατάθλιψη οφείλεται στις διαφορετικές απόψεις σχετικά με επιμέρους ζητήματα και ερωτήματα, στα οποία δεν υπήρξαν κοινά αποδεκτές απαντήσεις, εξήγησε. Ο σύγχρονος ορισμός της ανθεκτικής κατάθλιψης απαιτεί τουλάχιστον δύο αποτυχημένες δοκιμές (<25% μείωση συμπτωμάτων) παρά τη χορήγηση αντικαταθλιπτικού σε ικανοποιητική δόση και για ικανοποιητικό χρονικό διάστημα.

Πριν υποθέσουμε ωστόσο ανθεκτικότητα πρέπει να ελέγξουμε διάφορες συνιστώσες, όπως εάν ο ασθενής έλαβε ικανοποιητική δόση, αν έλαβε το φάρμακο για ικανό χρονικό διάστημα, αν έχει συννοσηρότητες που εμποδίζουν τη δράση του φαρμάκου, αν συμμορφώνεται με τη θεραπεία, αν είναι ικανοποιητικά τα επίπεδα του φαρμάκου στο πλάσμα και τέλος, εάν είναι σωστή η διάγνωση.

Αντί του όρου ανθεκτική κατάθλιψη, είναι προτιμότερος ο όρος δύσκολη στη θεραπεία κατάθλιψη, που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και προσφέρει την ελπίδα θεραπείας με ολιστική, μακροπρόθεσμη και εξατομικευμένη φροντίδα του ασθενούς. Ο όρος αυτός αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα των παραμέτρων που συμβάλλουν στην επίτευξη ή όχι της απάντησης σε μια θεραπεία, ενώ παράλληλα παραμερίζεται το ιατροκεντρικό μοντέλο που υπονοείται με τον όρο ανθεκτική κατάθλιψη και δίνεται έμφαση στη θεραπευτική σχέση ιατρού-ασθενή.

Δίνοντας περισσότερες διευκρινίσεις για τον ορισμό της ανθεκτικής κατάθλιψης, η κ. Σαμαρά τόνισε πως σήμερα είναι σημαντικό αφενός να προσδιορισθούν τα χαρακτηριστικά των ασθενών με ανθεκτική κατάθλιψη για να βοηθήσουν στη διαμόρφωση του προφίλ των ασθενών, αφετέρου να καθοριστεί μια βέλτιστη οδός διαχείρισης της ανθεκτικής κατάθλιψης στην Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού συστήματος υγειονομικής περίθαλψης.

Καθώς δεν υπάρχουν απλοί αλγόριθμοι ή διαγράμματα για τη θεραπεία της ανθεκτικής κατάθλιψης, συνέχισε η ομιλήτρια, χρειάζεται να ληφθούν υπόψη διάφορες εναλλακτικές και η θεραπεία να είναι εξατομικευμένη με βάση τις ανάγκες κάθε ασθενή.

Οι τρέχουσες επιλογές περιλαμβάνονται στην προσέγγιση SACO και είναι η εναλλαγή θεραπειών (Switching therapies), η επαύξηση (Augmentation), ο συνδυασμός (Combination) και η βελτιστοποίηση (Optimization). Αν και δεν υπάρχει τεκμηριωμένη σειρά στα βήματα της προσέγγισης SACO, η βελτιστοποίηση της δόσης του φαρμάκου είναι συνήθως το πρώτο βήμα στη θεραπεία, διευκρίνισε η κ. Σαμαρά.

Υπάρχει επίσης η νευροτροποίηση, συνέχισε, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ECT) και τον διακρανιακό μαγνητικό ερεθισμό (TMS), όπου η πρώτη έχει διαπιστωθεί ότι οδηγεί σε άμεση βελτίωση του ασθενούς με μια παροδική συνήθως απώλεια μνήμης ως την κυριότερη ανεπιθύμητη ενέργεια, ενώ η δεύτερη έχει μικρότερη αποτελεσματικότητα αλλά και λιγότερες παρενέργειες. Θα πρέπει βέβαια να επισημάνουμε, σημείωσε η ομιλήτρια, ότι οι επιλογές ECT και TMS δεν είναι διαθέσιμες σε όλες τις δημόσιες δομές ανά την ελληνική επικράτεια.

Τέλος, μία άλλη θεραπεία είναι η εσκεταμίνη, η οποία χορηγείται σήμερα ενδορρινικά σε νοσοκομεία, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε αποσυνδετικά φαινόμενα, έχει μεγαλύτερη αντικαταθλιπτική δράση σε ασθενείς με αγχώδη κατάθλιψη και οικογενειακό ιστορικό αλκοολισμού και μειώνει ταχέως τα συμπτώματα αυτοκτονικού ιδεασμού και της ανηδονίας, πρέπει ωστόσο να χορηγείται με προσοχή, καθώς μία από τις κύριες ανεπιθύμητες ενέργειές της είναι η αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Αν και δεν διαθέτουμε ακόμη πολλά δεδομένα αποτελεσματικότητας, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι είναι αρκετά αποτελεσματική, πρόσθεσε η κ. Σαμαρά. Χρειαζόμαστε περισσότερες μελέτες, περισσότερα στοιχεία για να καθοδηγήσουμε τους ασθενείς, χρειαζόμαστε ακριβέστερους αλγορίθμους, κατέληξε, και να μην ξεχνάμε ποτέ ότι ακόμη και όταν αποτυγχάνουμε χρειάζεται να συνεχίσουμε να προσπαθούμε.

Ένα «ζωντανό» δίκτυο ολιστικής διαχείρισης

Τη σκυτάλη των ομιλιών έλαβε στη συνέχεια ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης, Καθηγητής Πολιτικής Υγείας στη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, ο οποίος ανέφερε πως παρά τις ασάφειες που συνοδεύουν την ανθεκτική κατάθλιψη, το θετικό είναι πως η αντιμετώπισή της αποτελεί σήμερα μία από τις προτεραιότητες των πολιτικών δημόσιας υγείας.

Επισημαίνοντας ως κυριότερα εμπόδια για την ολιστική διαχείριση της νόσου τη δυσκολία προσδιορισμού της, τη δυστοκία αναγνώρισης της δυνατότητας παραπομπής για αποτελεσματική θεραπεία, το γεγονός πως δεν υπάρχει καταγραφή και άρα εκτίμηση της πραγματικής επιβάρυνσης που προκαλεί η ανθεκτική κατάθλιψη και το γεγονός πως το σύστημα υγείας αναβάλλει την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών του για την κάλυψη της ανάγκης, καθώς δεν γνωρίζει την έκταση και την κατανομή της, ο καθηγητής υπογράμμισε ότι ο φαύλος αυτός κύκλος είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να σπάσει προκειμένου να μπορέσουμε να προσφέρουμε στους ασθενείς ποιοτική και προσιτή φροντίδα.

Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί, εξήγησε, με τη δημιουργία ενός «ζωντανού» δικτύου γύρω από τον ασθενή, το οποίο θα συνδέει τα διάφορα επίπεδα και φορείς φροντίδας και θα περιλαμβάνει ψυχίατρο από τις τοπικές/γενικές υπηρεσίες υγείας, εξειδικευμένα κέντρα στα τριτοβάθμια νοσοκομεία, κινητές μονάδες ψυχικής υγείας και κέντρα ψυχικής υγείας.

Αφετηρία του δικτύου θα είναι φυσικά ο παραπέμπων ψυχίατρος, ο οποίος θα συνεχίσει να συνιστά το βασικό σημείο αναφοράς του μονοπατιού φροντίδας μετά την παραπομπή και θα είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση της προόδου της θεραπείας και της ανταπόκρισης του ασθενούς σε αυτήν, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο περαιτέρω τη θεραπευτική του σχέση με τον ασθενή και καθοδηγώντας ενεργά τη θεραπευτική πορεία του τελευταίου.

Το δίκτυο χρειάζεται επίσης ψυχιατρικές κλινικές σε τριτοβάθμια νοσοκομεία, οι οποίες θα λειτουργούν ως Κέντρα Αναφοράς και Αριστείας και θα καλύπτουν τις ανάγκες σε όλη την ελληνική επικράτεια, θα δέχονται παραπομπές για συμβουλευτική αξιολόγηση και θα προσφέρουν οδηγίες διαχείρισης, θα εκπαιδεύουν και θα επιβλέπουν τη λειτουργία των κινητών μονάδων ψυχικής υγείας και θα επιτρέψουν την προτυποποίηση της διαχείρισης της νόσου. Επιπλέον, πρόσθεσε ο κ. Σουλιώτης, στις κλινικές αυτές μπορεί να παρέχεται και η δυνατότητα ηλεκτροσπασμοθεραπείας (ECT).

Οι Κινητές Μονάδες Ψυχικής Υγείας (ΚΜΨΥ) του δικτύου θα ακολουθούν συγκεκριμένες προδιαγραφές, συνέχισε, θα λειτουργούν με εξειδικευμένο προσωπικό και θα καλύπτουν όλη την επικράτεια, κατανεμημένες στις περιφέρειες και συνδεόμενες με το αντίστοιχο τριτοβάθμιο νοσοκομείο – Κέντρο Αναφοράς. Επιπλέον, θα συνεργάζονται με τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας υπό τον συντονισμό του Κέντρου Αναφοράς για την πληρέστερη κάλυψη των αναγκών της περιοχής αναφοράς και την αποφυγή αλληλοκαλύψεων και σπατάλης πόρων.

Τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας θα αναβαθμιστούν και θα αποτελούν προέκταση του τριτοβάθμιου νοσοκομείου, καλύπτοντας ανάγκες του δικτύου σε συνεργασία με τις ΚΜΨΥ και υπό τον συντονισμό και την επίβλεψη των Κέντρων Αναφοράς.

Για την εύρυθμη και ορθή λειτουργία του δικτύου υπάρχει ασφαλώς ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων, υπογράμμισε ο ομιλητής, απαιτείται η εφαρμογή μίας προτυποποιημένης διαδικασίας, δείκτες αποτελεσματικότητας, στόχοι, αξιολόγηση, διαφάνεια, ποιότητα και λογοδοσία. Επιπλέον, η υποστήριξη του δικτύου με ψηφιακά εργαλεία θα επιτρέπει στην άμεση προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες ανάγκες και συνθήκες και θα διευκολύνει την σε πραγματικό χρόνο παρακολούθηση των αποτελεσμάτων του.

Τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου δικτύου είναι πως προσφέρει ασθενοκεντρική φροντίδα, διασφαλίζει μεγαλύτερη προσβασιμότητα, είναι οικονομικά προσιτό και τεκμηριώνει τις ανάγκες ανά Περιφέρεια και ανά σημείο, παρατήρησε ο καθηγητής.

Φυσικά, απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση και σωστή λειτουργία του δικτύου είναι η εμπιστοσύνη στο δίκτυο, ώστε να γίνονται παραπομπές.

Δράσεις προτεραιότητας για την υλοποίηση του δικτύου, ανέφερε ο κ. Σουλιώτης, είναι ο σχεδιασμός του, η επικοινωνία του σε επαγγελματίες υγείας, ασθενείς, φροντιστές και στο ευρύ κοινό, η πιλοτική εφαρμογή σε μία περιφέρεια αναφοράς (π.χ. Κρήτη), η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και η υλοποίηση των απαραίτητων προσαρμογών και, τέλος, η επέκταση του δικτύου στο σύνολο των Περιφερειών με χρήση των κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων.

Ο σχεδιασμός έχει δυνητικό χρονικό ορίζοντα υλοποίησης τους 24 μήνες, συμπλήρωσε ο ομιλητής, και οι δράσεις που περιγράφονται μπορούν να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα και ένα μεθοδολογικό οδηγό, ώστε να κινητοποιηθεί μια ευρεία, δομημένη συνεργασία για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της ολοκληρωμένης διαχείρισης της ανθεκτικής ή δύσκολης στη θεραπεία κατάθλιψης.

Ο σχεδιασμός αυτός μπορεί να υποστηρίξει την πληρέστερη επιδημιολογική καταγραφή, την τεκμηριωμένη εκτίμηση των αναγκών για τη διαχείριση της νόσου αλλά και, κυρίως, τον αποστιγματισμό της, μέσω της παροχής προσβάσιμων, προσιτών και αποτελεσματικών υπηρεσιών υγείας.

Η φροντίδα των ατόμων με ψυχικές νόσους είναι ζήτημα δημοκρατίας καθώς πρόκειται για τους πλέον ευάλωτους ασθενείς, επισήμανε ο κ. Σουλιώτης, και είναι μία συζήτηση που πρέπει πλέον να συνειδητοποιήσουμε ότι μας αφορά όλους.

Κοινωνική συνταγογράφηση – το παράδειγμα της Αγγλίας

Την πλευρά των ατόμων που έχουν προσωπικό βίωμα ψυχικής διαταραχής, φροντίδας ατόμου με ψυχική διαταραχή ή λήψης υπηρεσιών ψυχικής υγείας εκπροσώπησε η κ. Κατερίνα Νομίδου, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων και Οργανώσεων Ψυχικής Υγείας (ΠΟΣΟΨΥ). Στην ΠΟΣΟΨΥ, ξεκίνησε την ομιλία της η κ. Νομίδου, παλεύουμε όλοι για ένα καλύτερο αύριο και ταυτόχρονα για να πείσουμε τους ασθενείς να εμπιστεύονται τον ιατρό τους και να συμμορφώνονται με τη θεραπευτική τους αγωγή, ώστε να μπορέσουν να βελτιωθούν τα συμπτώματά τους.

Όσον αφορά στην ανθεκτική κατάθλιψη, τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής βιβλιογραφία επιβεβαιώνει τους αριθμούς που προανέφερε η κ. Σαμαρά, ότι δηλαδή περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με κατάθλιψη έχουν δύσκολη στη θεραπεία νόσο.

Ο λόγος που ορισμένοι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία, συνέχισε η ομιλήτρια, είναι ουσιαστικά η ετερογένεια της ίδιας της ασθένειας και το γεγονός πως δεν υπάρχουν αξιόλογοι δείκτες με βάση τους οποίους να μπορούμε να ξέρουμε κατά πόσο ένας ασθενής θα ανταποκριθεί στη θεραπεία ή όχι. Επιπλέον, πρόσθεσε, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, η θεραπεία που παρέχεται σε ασθενείς με ανθεκτική ή δύσκολα αντιμετωπίσιμη κατάθλιψη, δεν είναι σχεδιασμένη με βάση τις εξειδικευμένες ανάγκες που έχουν.

Ταυτόχρονα, σε πρακτικό επίπεδο, γνωρίζουμε ότι μόνο η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων για να μπορέσει ο ασθενής να αισθανθεί καλύτερα δεν επαρκεί. Για να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα φροντίδας πρέπει να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε την καθημερινότητα και την ευεξία του ασθενή. Αυτό δεν μπορούμε, ωστόσο, να το πετύχουμε μόνο με φαρμακευτικές θεραπείες, αλλά χρειάζονται και μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις.

Η βελτίωση της καθημερινότητας των ασθενών μέσω της ενασχόλησής τους με δραστηριότητες που τους ενδιαφέρουν έχει αποκτήσει πλέον και ένα όνομα, ανέφερε η κ. Νομίδου, καθώς στην Αγγλία ονομάζεται κοινωνική συνταγογράφηση και αποτελεί μέρος του συστήματος υγείας με σαφείς στόχους για την επόμενη διετία.

Η κοινωνική συνταγογράφηση, εξήγησε η ομιλήτρια, είναι ουσιαστικά μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις οι οποίες υποστηρίζουν ασθενείς που δεν παρουσιάζουν βελτίωση με φαρμακευτική αγωγή, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζουν και ενισχύουν και τα αποτελέσματα άλλων ιατρικών παρεμβάσεων.

Το ζητούμενο από την πλευρά των ατόμων που έχουν προσωπικό βίωμα ψυχικής διαταραχής είναι η αποφυγή δημιουργίας εξαρτήσεων μόνο από τη φαρμακευτική αγωγή. Η βιβλιογραφία δείχνει ότι η φυσική άσκηση, η υγιεινή διατροφή, ο επαρκής ύπνος και η έκθεση στον ήλιο βοηθούν, ταυτόχρονα όμως για να μπορέσουν, ειδικά τα άτομα που δεν βλέπουν βελτίωση με τη φαρμακευτική αγωγή, να αισθανθούν καλύτερα, χρειάζεται να τους δοθεί η ευκαιρία να ασχολούνται με δραστηριότητες με νόημα στην καθημερινότητά τους, που θα τους προσφέρουν ένα αίσθημα ολοκλήρωσης και ικανοποίησης.

Το παράδειγμα της Αγγλίας θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή πρακτική και, σε συνδυασμό με την πολιτιστική συνταγογράφηση που σχεδιάζει το υπουργείο υγείας ή σαν επέκταση του προγράμματος που όπως ανέφερε ο κ. Σουλιώτης ετοιμάζεται από το Ινστιτούτο Πολιτικών της Υγείας, να υλοποιηθεί και αυτή η διασύνδεση με υπηρεσίες και ομάδες στην κοινότητα που δεν έχουν άμεσα σχέση με τον ιατρικό τομέα.

Αξίζει να σημειωθεί, τόνισε η κ. Νομίδου, πως το Ηνωμένο Βασίλειο περιγράφει την κοινωνική συνταγογράφηση ως βασικό στοιχείο της καθολικής εξατομικευμένης φροντίδας, για την οποία μάλιστα χορηγείται παραπεμπτικό από τον ιατρό με βάση τις συγκεκριμένες δεξιότητες που θα ήθελε το άτομο να αναπτύξει. Υπάρχουν επίσης κάποιες βασικές αρχές για τους ίδιους τους επαγγελματίες υγείας, καθώς η κοινωνική συνταγογράφηση αποτελεί το κατ’ εξοχήν μοντέλο ολιστικής προσέγγισης που βασίζεται στις εξατομικευμένες ανάγκες του ατόμου.

Τα αποτελέσματα στην Αγγλία, δήλωσε η εισηγήτρια, μέχρι σήμερα έχουν δείξει ότι υπάρχει σαφής μείωση των εισαγωγών και μειωμένη προσέλευση στα τμήματα επειγόντων των νοσοκομείων, επομένως οδηγεί και σε εξοικονόμηση πόρων για το σύστημα υγείας.

Η κοινωνική συνταγογράφηση είναι σαφώς μία cost-effective παρέμβαση, κατέληξε η κ. Νομίδου, που μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με δύσκολη στη θεραπεία ψυχική νόσο να βελτιώσουν σημαντικά την καθημερινότητά τους και να αποκτήσουν κάποιο νόημα στη ζωή τους, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση του κράτους.

Συζήτηση

Τη συζήτηση ξεκίνησε ο Καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης Χρήστος Λιονής, ο οποίος ανέφερε πως οι παρουσιάσεις όλων των ομιλητών ήταν εξαιρετικές και οι προτάσεις που ακούστηκαν πολύ ενδιαφέρουσες και θα πρέπει σίγουρα να εξετασθούν από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων. Στην περίπτωση των κινητών μονάδων, βέβαια, επισήμανε, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην χαθεί η διασύνδεση με τις δομές της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Η κατάθλιψη, εξήγησε, συνδέεται συχνά με καρδιαγγειακές συννοσηρότητες, λόγω του τρόπου ζωής των ασθενών, αλλά και των φαρμάκων που λαμβάνουν, επομένως η ΠΦΥ είναι απαραίτητη. Επιπλέον, κάτι άλλο που δεν συζητείται ιδιαίτερα, συνέχισε ο καθηγητής, είναι το frailty, η ευπάθεια, που μπορεί να συνοδεύει πάρα πολλά νοσήματα και εμπεριέχει τη συνιστώσα της μείζονος κατάθλιψης.

Η κοινωνική συνταγογράφηση, επίσης, θα μπορούσε να είναι θέμα διαχείρισης της ΠΦΥ και του προσωπικού ιατρού και θα πρέπει να εφαρμοσθεί και να συμπεριληφθεί στην εκπαίδευση των προσωπικών ιατρών, συνέχισε, προσθέτοντας ότι μπορεί να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη όχι μόνο για άτομα με ψυχικές διαταραχές αλλά και για ασθενείς με πολλά άλλα νοσήματα.

Τέλος, επισήμανε ο κ. Λιονής, ένα πολύ ευαίσθητο θέμα είναι το τέλος της ζωής του ατόμου, στο οποίο ουσιαστικά ο ασθενής έχει αφεθεί μόνος. Εκεί επίσης υπάρχει κατάθλιψη, πρέπει να βρεθούν τρόποι να βοηθήσουμε αυτούς τους ασθενείς, να τους προσφέρουμε ανακουφιστική φροντίδα, ώστε να περάσουν τη ζωή που τους απομένει με αξιοπρέπεια.

Στη συνέχεια, η κ. Σαμαρά κλήθηκε να απαντήσει σε ερώτηση που τέθηκε από το κοινό σχετικά με την πολεμική που δέχονται τα τελευταία χρόνια τα νεότερης γενιάς αντικαταθλιπτικά με την αιτιολογία ότι έδειξαν σε μελέτες παρόμοια αποτελεσματικότητα με το placebo. Η συζήτηση αυτή είναι σχετικά παλιά, παρατήρησε η κ. Σαμαρά, και ξεκίνησε από μία μελέτη του 2008 που αφορούσε την ήπια κατάθλιψη. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής έχουν πλέον καταρριφθεί πλήρως από νεότερες μελέτες. Εν τούτοις, είναι αλήθεια ότι στις μελέτες η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων αυτών φαίνεται μικρότερη από αυτήν που διαπιστώνουμε στην κλινική πράξη, όπου βλέπουμε ότι λειτουργούν πολύ καλά. Για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων αυτών, χρειαζόμαστε μεγάλες πολυκεντρικές φαρμακευτικές μελέτες με αυστηρά κριτήρια ένταξης, κατέληξε η ομιλήτρια.

Σε επόμενη ερώτηση εάν οι κινητές μονάδες θα λειτουργούν σε δημόσιες δομές ή σε ιδιωτική βάση, ο κ. Σουλιώτης απάντησε ότι αυτό δεν έχει καμία σημασία, καθώς το θέμα είναι να μην επιβαρύνεται ο ασθενής και να καλύπτουν όλη την επικράτεια. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία για να είναι αποτελεσματικές, είναι να εκπαιδευτούν σωστά όλοι οι εμπλεκόμενοι, καθώς η εκπαίδευση βρίσκεται στον πυρήνα όχι μόνο αυτής της παρέμβασης, αλλά οποιασδήποτε παρέμβασης πλέον, κατέληξε ο κ. Σουλιώτης.