Μετανάστευση, ανισότητες στην υγεία και επισφάλεια την εποχή της πανδημίας

Στη συνεδρία που επικεντρώθηκε στο φλέγον ζήτημα της μετανάστευσης, των ανισοτήτων στην υγεία και της επισφάλειας την εποχή της πανδημίας COVID-19, με πρόεδρο τον κ. Σπυρίδωνα Σαπουνά, Αντιπροέδρου για τα Μη Μεταδοτικά Νοσήματα, Ε.Ο.Δ.Υ., οι ομιλητές παρέθεσαν στοιχεία από μελέτες για επιμέρους ζητήματα που αφορούν τους μετανάστες και πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Αναπτύχθηκαν η πρόσβαση των μεταναστών και προσφύγων στις υπηρεσίες υγείας και στα εμβόλια, τα δικαιώματα των μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στην υγεία, την υγειονομική φροντίδα στα κέντρα υποδοχής και κράτησης αιτούντων άσυλου και μεταναστών, τα προβλήματα των παιδιών «σε κίνηση», αλλά και τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες της COVID-19 και του lockdown, και τέλος τις επιπτώσεις της πανδημίας στη συνέχιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Ο κ. Απόστολος Βεΐζης ξεκίνησε την ομιλία του με θέμα «Υγεία των μεταναστών και προσφύγων και η πρόσβαση στην υγεία: COVID-19 και εμβόλια» παραθέτοντας ένα απόσπασμα από αναφορά του ΠΟΥ του 2018, σύμφωνα με την οποία οι πρόσφυγες φθάνουν στη χώρα μας έχοντας καλή υγεία, αλλά αναπτύσσουν προβλήματα υγείας λόγω των συνθηκών διαβίωσης, της ανεπαρκούς πρόσβασης σε νερό και του στρες που βιώνουν. Η αδυναμία πρόσβασης στον ΠΑΜΚΑ (προσωρινό ΑΜΚΑ) και, άρα, η αδυναμία εμβολιασμού και πρόσβασης στο σύστημα υγείας, οι συνθήκες συνωστισμού και η ανεπάρκεια εγκαταστάσεων ύδρευσης και υγιεινής (π.χ. μία μόνο τουαλέτα ανά 300 άτομα) δημιούργησαν έντονο προβληματισμό την εποχή της COVID-19, καθώς δεν ήταν δυνατό να ακολουθηθούν οι συστάσεις για τήρηση αποστάσεων και συχνό πλύσιμο των χεριών.

Ο ΕΟΔΥ και το Υπουργείο Μετανάστευσης κατέβαλαν μια προσπάθεια να μετακινηθούν τα άτομα με χρόνια προβλήματα υγείας ή τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας από τις δομές σε ασφαλείς συνθήκες διαβίωσης (περίπου 2.400 άτομα σύμφωνα με μια πρόχειρη καταγραφή), αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Παράλληλα, σε πολλές δομές δεν υπήρχε καν παρουσία γιατρού ή τα τοπικά νοσοκομεία ζητούσαν από τους πρόσφυγες αρνητικό τεστ COVID για να τους επιτρέψουν την πρόσβαση, σε περιόδους που κάτι τέτοιο δεν ίσχυε για τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Στη συνέχεια, επιχειρήθηκε προσαρμογή των υφιστάμενων προγραμμάτων στις συνθήκες της COVID-19, να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης και να συζητηθεί το θέμα του αποκλεισμού που είχε επιβληθεί σε πάρα πολλές δομές. Επίσης καταβλήθηκαν έντονες προσπάθειες επικοινωνίας με τους ανθρώπους που ζούσαν στις δομές και ενημέρωσής τους για τα απαιτούμενα μέτρα προστασίας, ενώ δεν σταμάτησαν οι εμβολιασμοί για την αποφυγή διαφόρων επιδημιών.

Στο πρώτο κύμα της πανδημίας της COVID-19 τα νησιά δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα, στο δεύτερο κύμα όμως, η COVID-19 έφθασε στα νησιά. Ο αριθμός των περιστατικών κατά το δεύτερο κύμα ήταν μόνο 34 στους νεοαφιχθέντες, 611 στα άτομα που ζούσαν σε δομές στα νησιά και 528 στις δομές στην ενδοχώρα. Οι αριθμοί αυτοί ήταν τριπλάσιοι από τους αντίστοιχους για τον γενικό πληθυσμό. Δεν σημειώθηκαν θάνατοι, ωστόσο σύμφωνα με στοιχεία της ΠΟΕΔΗΝ για το 2020, σχεδόν το ήμισυ των ασθενών που νοσηλεύθηκαν στην Αττική με COVID-19 προέρχονταν από δομές φιλοξενίας και από το κέντρο της πόλης («Σωτηρία»: 40/103, «Ευαγγελισμός»: 36/66, «Αμαλία Φλέμινγκ» 10/20, «Αττικόν» 26/26).

Δυστυχώς, διάφορες ομάδες, όπως οι χρήστες, οι εκδιδόμενες γυναίκες και οι πρόσφυγες και μετανάστες δεν περιλαμβάνονταν στον σχεδιασμό για τη δημόσια υγεία. Η επικοινωνία για την COVID-19 υπήρχε μόνο στα ελληνικά. Έτσι, ξεκίνησε μια εκστρατεία με την ονομασία «Εμβόλια για όλους», με στόχο την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση αυτών των ατόμων στη γλώσσα τους σχετικά με την COVID-19 και τον εμβολιασμό. Η εκστρατεία αυτή ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, καθώς πολλοί άνθρωποι πείστηκαν και εμβολιάστηκαν. Επίσης, αναδείχθηκε ένα πολύ χρήσιμο μοντέλο συνεργασίας με την Κοινωνία των Πολιτών, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Επιτεύχθηκε αλλαγή του θεσμικού πλαισίου ώστε να επιτραπεί και σε μη κυβερνητικές οργανώσεις να πραγματοποιήσουν εμβολιασμούς και υπήρξε συνεργασία με τους Γιατρούς του Κόσμου, την PRAKSIS και τη Βαβέλ.

Ο κ. Βεΐζης ολοκλήρωσε την ομιλία του δηλώνοντας πως αν θέλουμε να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, θα πρέπει να ενδιαφερθούμε για την ένταξη αυτών των ανθρώπων, αντί να τους εγκλωβίζουμε στις δομές, εκφράζοντας την άποψη πως δεν μπορεί να γίνει διαχείριση της υγείας σε δομές κλειστού τύπου. Για να αλλάξει η κατάσταση, απαιτείται πολιτική βούληση, συντονισμός διαφόρων φορέων, σύνδεση των ΜΚΟ με το εθνικό σύστημα υγείας, σωστή επένδυση των χρημάτων που διατίθενται για τους πρόσφυγες και μετανάστες και, τελικά ένταξη των προσφύγων και μεταναστών στην κοινωνία μας.

Τη σκυτάλη πήρε στη συνέχεια ο κ. Νίκος Γκιωνάκης με την ομιλία του με θέμα «Οργανώνοντας μια μονάδα ψυχικής υγείας για να υποστηρίξει μετανάστες στην αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών συνεπειών της πανδημίας. Το παράδειγμα του Κέντρου Ημέρας Βαβέλ». Τόνισε τη μείζονα σημασία των ψυχοκοινωνικών συνεπειών της πανδημίας για τους μετανάστες/πρόσφυγες και ανέφερε ότι η Βαβέλ είναι μια μονάδα ψυχικής υγείας που ασχολείται αποκλειστικά με αυτόν τον πληθυσμό. Ο ομιλητής επισήμανε ότι για να είναι επιτυχημένες οι παρεμβάσεις σε καταστάσεις κρίσεων θα πρέπει να είναι ολοκληρωμένες, πολυεπίπεδες, πολυτομεακές, με διάρκεια στον χρόνο και με συγκεκριμένη στόχευση. Στη συνέχεια, ο ομιλητής παρουσίασε τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η Βαβέλ με την έναρξη της πανδημίας της COVID-19 προκειμένου να προστατεύσει τόσο τους εργαζόμενους (αξιόπιστη ενημέρωση, μέτρα προστασίας, εξισορρόπηση οικογενειακής-επαγγελματικής ζωής, συνέχιση της παροχής υπηρεσιών, εκπαίδευση στην αξιοποίηση των μέσων εξ αποστάσεως επικοινωνίας, αυτοφροντίδα ώστε να μπορούν να φροντίζουν άλλους) όσο και τους μετανάστες/πρόσφυγες (έλλειψη ενημέρωσης ή στρεβλή ενημέρωση, δυσκολία πρόσβασης σε αξιόπιστες πηγές λόγω του γλωσσικού εμποδίου, επίδραση προηγούμενων παρόμοιων εμπειριών, μοναχική διαβίωση, πρόσβαση σε πόρους για κάλυψη των βασικών αναγκών, κατ’ οίκον περιορισμός).

Στις προκλήσεις αυτές, η Βαβέλ απάντησε με παροχή υποστήριξης και βοήθειας προς τους εργαζόμενους ώστε να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους και να οργανωθούν με βάση τις νέες συνθήκες, προχώρησε σε προμήθεια προστατευτικού προσωπικού εξοπλισμού και έδωσε έμφαση στην αυτοφροντίδα και την αμοιβαία υποστήριξη, καθώς και στην επιπλέον εποπτεία που χρειάζεται το προσωπικό σε αυτές τις περιπτώσεις. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε επίσης στην προμήθεια κατάλληλου εξοπλισμού για εξ αποστάσεως επικοινωνία και στην εκπαίδευση των μελών της στην εργασία σε συνθήκες πανδημίας.

Ως προς τους εξυπηρετούμενους, προχώρησε σε ενεργητική αναζήτηση των ανθρώπων που είχαν ανάγκη από βοήθεια προκειμένου να διαπιστώσει τι υποστήριξη είχαν βρει ή τι χρειάζονταν, να καταγράψει τις νέες ανάγκες, να διασφαλίσει τη συνέχιση της παροχής φροντίδας και να χαρτογραφήσει τις διαθέσιμες υπηρεσίες και πόρους. Ξεκίνησε να κρατά τα λεγόμενα «κλινικά ημερολόγια καταστρώματος», στα οποία κάθε κλινικός κατέγραφε και μοιραζόταν με τους υπόλοιπους συναδέλφους της ομάδας τις επαφές που είχε με τους ανθρώπους για τους οποίους ήταν υπεύθυνος. Αυτό επέτρεψε την ανάπτυξη πολυεπίπεδων και πολυτομεακών παρεμβάσεων για την παροχή στέγης, τροφής, ιατρικής φροντίδας και φαρμακευτικής αγωγής, τη διευκόλυνση της επικοινωνίας, τη σύνδεση με υπηρεσίες που απαντούν στις νέες ανάγκες και την έγκυρη ενημέρωση με κατάλληλους τρόπους.

Ο κ. Γκιωνάκης κλείνοντας την ομιλία του παρέθεσε ορισμένες άλλες πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Βαβέλ, όπως η ενημέρωση των αλλοδαπών εν γένει για την πανδημία με παροχή υλικού σε 6 γλώσσες μέσω διαδικτύου, και η υποστήριξη των εργαζομένων πρώτης γραμμής για την αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών συνεπειών της πανδημίας, ενώ από τον Ιανουάριο του 2021 συμμετέχει στο πρόγραμμα του Υπουργείου Υγείας για τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες της πανδημίας. Τέλος, εξέδωσε στα ελληνικά σχετικό υλικό της IASC (Inter-Agency Standing Committee), πραγματοποίησε σεμινάρια πρώτων βοηθειών ψυχικής υγείας και διεξήγαγε μια έρευνα για τον ψυχοκοινωνικό αντίκτυπο της πανδημίας σε εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, σε συνεργασία με το Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ.

Αναπτύσσοντας το θέμα «Η επίδραση της πανδημίας COVID-19 στα δικαιώματα των μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στην Ελλάδα» ο κ. Βασίλειος Κερασιώτης εξέφρασε αρχικά τον προβληματισμό του σχετικά με το κατά πόσον εφαρμόζεται το δικαίωμα στην υγεία για τα άτομα που διαβιούν στην Ελλάδα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Παρόλο που η ελληνική και η ευρωπαϊκή νομοθεσία κάνει διάκριση ανάμεσα στα άτομα με και χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και υπαγορεύει την απομάκρυνση των δεύτερων σύμφωνα με τις οδηγίες περί επιστροφών, το δίπτυχο νόμιμης και μη νόμιμης παραμονής δεν εφαρμόζεται, καθώς πολλές φορές δεν είναι δυνατή η επιστροφή στη χώρα καταγωγής, είτε λόγω της εκεί εμπόλεμης κατάστασης είτε γιατί δεν υπάρχουν κατάλληλα έγγραφα για το ταξίδι. Έτσι, πολλά άτομα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα συνεχίζουν και ζουν χρόνια στην Ελλάδα, εργάζονται, κάνουν οικογένειες κ.λπ.

Τέτοια άτομα μπορεί να είναι οι αιτούντες άσυλο, οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, όσοι βρίσκονται υπό αναβολή απομάκρυνσης ή αυτοί που το αίτημά τους για άσυλο έχει απορριφθεί. Ωστόσο, η περίοδος της πανδημίας ανέδειξε το γεγονός ότι στη χώρα υπάρχει και ένας πολύ μεγάλος αριθμός μη καταγεγραμμένων ανθρώπων, οι οποίοι δεν διαθέτουν κανένα απολύτως νομιμοποιητικό έγγραφο και είναι θα λέγαμε «αόρατοι». Για τις περιπτώσεις αυτές χρειάστηκε να επέμβει ο νομοθέτης ώστε να αποκτήσουν κάποια πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.

Έτσι, η πανδημία COVID-19 ανέδειξε τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ζήτημα της καθολικής πρόσβασης στην υγεία, δεδομένου ότι ένας ιός δεν κάνει διακρίσεις ανάλογα με το αν κάποιος έχει χαρτιά ή όχι, όπως τόνισε ο ομιλητής.

Η κατηγορία των ανθρώπων χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα αναδείχθηκε στην ουσία για πρώτη φορά με τις δύο ΚΥΑ που αφορούσαν στη χορήγηση ΠΑΜΚΑ για τον εμβολιασμό κατά της COVID-19 και επιλέχθηκε μια μάλλον δαιδαλώδης, σύμφωνα με τον κ. Κερασιώτη, διαδικασία για την αναγνώρισή τους. Συμπεριλήφθηκαν οι ημεδαποί και αλλοδαποί που διαβιούν σε συνθήκες αστεγίας, οι πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς ανεξαρτήτως νομιμότητας διαμονής και γενικότερα όλες οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες με περιορισμένη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά (τοξικοεξαρτημένοι, άστεγοι κ.λπ.). Ο κ. Κερασιώτης εξέφρασε την άποψη ότι και πάλι δεν έχουν καλυφθεί όλες οι κατηγορίες που υπάρχουν στην Ελλάδα, αλλά έγινε ένα σημαντικό βήμα για να αναγνωριστεί το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που διαβιούν στην Ελλάδα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Ανέφερε, τέλος, παραδείγματα άλλων χωρών στις οποίες δόθηκε καθολική πρόσβαση στην υγεία χωρίς προϋποθέσεις –για παράδειγμα, στην πολιτεία του New Jersey στις ΗΠΑ, η εγγραφή για τον εμβολιασμό γινόταν με ένα απλό e-mail.

Στην ομιλία της με θέμα «Διαχείριση επιδημικών καταστάσεων σε κέντρα υποδοχής και κράτησης αιτούντων άσυλου και μεταναστών και πολιτικές υγείας: H περίπτωση της πανδημίας COVID-19 στην Ελλάδα», η κ. Αναστασία Παπαχρίστου, ιατρός κράτησης, υπεύθυνη προγραμμάτων υγείας στην κράτηση, ΙCRC Athens, επισήμανε αρχικά μια παγκόσμια τάση για συνεχή αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που η κράτησή τους σχετίζεται με τη μετανάστευση και για αυξανόμενη επιβολή της κράτησης ως τρόπου αντιμετώπισης, έναντι της επένδυσης σε εναλλακτικές λύσεις, όπως η επανένταξη και η εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών.

Στην Ελλάδα, παρά την πολυετή συζήτηση για τη διαχείριση της μετανάστευσης, ακόμη και το 2020 που οι αφίξεις ήταν μειωμένες, περίπου 3.000 άτομα παρέμεναν υπό κράτηση ανά πάσα στιγμή, ενώ εκδόθηκαν 14.933 εντολές κράτησης –η κατάσταση δεν άλλαξε ιδιαίτερα το 2021. Παρά τις επανειλημμένες συστάσεις φορέων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν έχει αναπτυχθεί μια αποτελεσματική διαδικασία λήψης αποφάσεων, με αποτέλεσμα, ακόμα και στη διάρκεια της πανδημίας, να κρατούνται άτομα τα οποία δεν επρόκειτο να απελαθούν.

Επιπλέον, η κ. Παπαχρίστου επισήμανε το μεγάλο κενό που υπάρχει στη νομοθεσία για την υγειονομική φροντίδα, το οποίο οδηγεί σε έναν μεγάλο αριθμό από «άτομα-φαντάσματα», τα οποία δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένα και δεν παρακολουθούνται. Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που οι Κανόνες Μαντέλα, δηλαδή η διεθνής νομολογία για τα ελάχιστα πρότυπα για το δικαίωμα στην υγεία στην κράτηση, ορίζουν ότι η υγειονομική περίθαλψη στην κράτηση θα πρέπει να είναι «τουλάχιστον ισοδύναμη» με την υγειονομική περίθαλψη της κοινότητας εκτός κράτησης, χωρίς διακρίσεις.

Η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC) έχει ξεκινήσει από το 2018 συζητήσεις με την ΑΕΜΥ (δηλαδή τις υγειονομικές μονάδες που είναι υπεύθυνες για την υγειονομική φροντίδα στα προ-αναχωρησιακά κέντρα κράτησης [ΠροΚεΚα]) και το 2019 υπογράφηκε μνημόνιο συνεργασίας για την παροχή φροντίδας. Η φροντίδα αυτή περιλαμβάνει υγειονομική περίθαλψη και υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας, ψυχοκοινωνική υποστήριξη, υπηρεσίες διερμηνείας, οδοντιατρικές υπηρεσίες, διαχείριση με ηλεκτρονική αρχειοθέτηση δεδομένων υγείας, διενέργεια αρχικής ιατρικής εξέτασης/ αξιολόγησης της ευαλωτότητας/ εκτίμησης της ανηλικότητας, επιδημιολογική διαχείριση και συνεργασία με το ΕΣΥ μέσω παραπομπών.

Για την οργάνωση της επιδημιολογικής επιτήρησης στα κέντρα φροντίδας προσφύγων/μεταναστών αναπτύχθηκαν πρωτόκολλα, οδηγίες, εργαλεία και έντυπα προσαρμοσμένα στις ανάγκες των κέντρων κράτησης, σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και τους λοιπούς υγειονομικούς φορείς και τον ΕΟΔΥ. Πέραν της COVID-19, άλλες επιδημικές καταστάσεις που απασχόλησαν τα ΠροΚεΚα σχετίζονταν με τον παθολογικό τομέα (36,5%), τον χειρουργικό τομέα (43,3%) και τον ψυχιατρικό τομέα (15,6%). Στην εποχή προ COVID ήταν περισσότερο αυξημένες οι δερματολογικές λοιμώξεις και ακολουθούσαν οι λοιμώξεις του αναπνευστικού, ενώ στη μετά COVID εποχή οι αναπνευστικές λοιμώξεις κατείχαν τα πρωτεία. Στο σημείο αυτό, η κ. Παπαχρίστου επισήμανε ότι στις επιδημικές καταστάσεις περιλαμβάνονται και οι αυτοτραυματισμοί, οι οποίοι εκδηλώθηκαν με αυξημένη συχνότητα ως τρόπος διαμαρτυρίας για τον εγκλεισμό και τον συνωστισμό εν μέσω πανδημίας. Τέλος, παρόλο που η νομοθεσία προβλέπει screening για φυματίωση, ελονοσία, HIV/STI, HBV, HCV και παρασιτώσεις, αυτό είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί καθολικά σε συνθήκες κράτησης και το screening γίνεται ad hoc και περιπτωσιολογικά.

Στο πλαίσιο των επισκέψεων υγείας που προτάθηκαν για τα κέντρα κράτησης, διαπιστώθηκε ετοιμότητα κάτω από 50% όσον αφορά στο υγειονομικό προσωπικό στα περισσότερα ΠροΚεΚα, αν και τηρούνταν τα πρωτόκολλα που όρισε ο ΕΟΔΥ για τεστ COVID, προαγωγή της υγιεινής, απουσία επισκέψεων και πρόγραμμα εμβολιασμού (το οποίο ωστόσο υπήρξε επιτυχές κατά περίπου 50% μόνο).

Η κ. Παπαχρίστου ολοκλήρωσε την ομιλία της αναφέροντας ότι δύο από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας της υγείας στο πλαίσιο της μεταναστευτικής πίεσης είναι το γλωσσικό εμπόδιο, αλλά και η εκπαίδευση τόσο του μεταναστευτικού πληθυσμού όσο και των επαγγελματιών υγείας. Επισήμανε για μία ακόμη φορά την ανάγκη για τακτικές επισκέψεις υγείας στα κέντρα κράτησης, με πολυεπίπεδους σκοπούς, όπως η μελέτη και αξιολόγηση των υφιστάμενων υπηρεσιών, η υποστήριξη των φορέων και παρόχων, η παρατήρηση των συνθηκών κράτησης και η καταγραφή των γενικών αναγκών των κρατουμένων. Τέλος, τόνισε ότι η υγεία στην κράτηση και η διαχείριση της μεταναστευτικής πολιτικής εντός κράτησης είναι θέμα δημόσιας υγείας και απαιτείται παρακολούθηση των συνθηκών διαβίωσης, σίτισης, θρέψης, ύδρευσης, αποχέτευσης και διαχείρισης των απορριμμάτων.

Ο κ. Άγης Τερζίδης, Παιδίατρος, Γενικός Γραμματέας ΓτΚ, Ακαδημαϊκά Υπεύθυνος Π.Μ.Σ. «Ιατρική Καταστροφών-Παγκόσμια Υγεία», Ιατρική Σχολή, Ε.Κ.Π.Α., αναφέρθηκε ειδικά στους ανήλικους μετανάστες στο πλαίσιο της ομιλίας του με θέμα «Υγεία παιδιών “σε κίνηση”: Η περίπτωση της Ελλάδας». Όπως δήλωσε ο κ. Τερζίδης, περίπου το 40% των εισερχομένων είναι κάτω των 14 ετών, ενώ μεγάλο θέμα αποτελούν οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, οι οποίοι είναι περίπου 3.000 στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι αυτήν τη στιγμή βρίσκονται σε δομές, αλλά υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός παιδιών εκτός δομών. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα πληθυσμού η οποία έχει ανάγκη πρόσβασης στο σύστημα υγείας, όχι μόνο όταν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά και για λόγους πρόληψης, εμβολιασμού, παρακολούθησης της φυσιολογικής ανάπτυξης κ.λπ. Στην όλη κατάσταση θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις εγκύους, καθώς στην περίοδο της εγκυμοσύνης δεν είναι μόνο η μητέρα που βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση αλλά και το νεογνό που θα γεννηθεί, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών.

Όπως ανέφερε ο ομιλητής, στην Τουρκία, που φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων, σχεδόν ο μισός πληθυσμός είναι παιδιά και σύμφωνα με πληροφορίες παρατηρούνται πολλά φαινόμενα υποσιτισμού και υποθρεψίας. Σύμφωνα με μελέτες στην Ιορδανία, στον Λίβανο, στην Τουρκία και στην Ελλάδα, έως και 90% των παιδιατρικών ασθενών έχουν λοιμώδη νοσήματα, κυρίως του πεπτικού συστήματος, του δέρματος και του αναπνευστικού συστήματος, νοσήματα δηλαδή τα οποία σχετίζονται στην ουσία με τις συνθήκες διαβίωσης και την απουσία προληπτικού ελέγχου και εμβολιασμών. Στην Ελλάδα έχουν σημειωθεί μικρές επιδημικές εξάρσεις γαστρεντερίτιδας, ψώρας, ηπατίτιδας Α και ανεμευλογιάς. Μια έξαρση ιλαράς που παρατηρήθηκε κυρίως στους παιδιατρικούς πληθυσμούς των Ρομά λόγω μη εμβολιασμού τους δεν επεκτάθηκε στα παιδιά των προσφύγων, χάρη στον έγκαιρο εμβολιασμό τους, σε συνεργασία με τον ΕΟΔΥ και τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, κυρίως στους χώρους πρώτης υποδοχής των προσφύγων.

Ο κ. Τερζίδης επισήμανε πως όλα τα προβλήματα σωματικής υγείας που εμφανίζουν τα παιδιά των προσφύγων/μεταναστών μπορούν να προληφθούν με τη διασφάλιση κατάλληλων συνθηκών διαβίωσης. Έτσι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα στους ασυνόδευτους ανήλικους, λόγω των διαταραχών που εμφανίζουν εξαιτίας του στρες αλλά και των συχνών φαινομένων βίας που βιώνουν στους χώρους φιλοξενίας. Έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα του 2018 αναδεικνύει τις αυξημένες απόπειρες αυτοκτονίας και τους αυτοτραυματισμούς που επικρατούσαν στους νέους ενήλικες και εφήβους εκείνη την περίοδο στη Λέσβο.

Επίσης, ο ομιλητής τόνισε ιδιαίτερα τη σημασία της ολοκληρωμένης παιδιατρικής παρακολούθησης, με την έννοια της πρόληψης, του εμβολιασμού και της παρακολούθησης της ανάπτυξης των παιδιών, δηλαδή του ελέγχου του ύψους, του βάρους, της ορμονικής ανάπτυξης, καθώς και της ψυχολογικής κατάστασης. Εξέφρασε την άποψη ότι αυτού του τύπου η παρακολούθηση δεν γίνεται στον βαθμό που θα έπρεπε, για πολλούς και διάφορους λόγους, όπως η δυσκολία πρόσβασης στον ΑΜΚΑ και στο σύστημα υγείας, η απροθυμία των παιδιάτρων να συμμετέχουν σε προγράμματα και η έλλειψη ενημέρωσης των γονιών.

Συνοψίζοντας, ο κ. Τερζίδης δήλωσε ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα «παιδιά σε κίνηση» στην Ελλάδα δεν είναι τόσο θέματα σωματικής υγείας, όσο προβλήματα ψυχικής υγείας και αναπτυξιακά, τα οποία θα έχουν αντίκτυπο στη συμπεριφορά και στην ένταξή τους μετά την ενηλικίωσή τους και, δυστυχώς, έτσι όπως είναι σήμερα δομημένο το σύστημα υγείας δεν είναι δυνατή η πρόσβαση αυτών των παιδιών σε υπηρεσίες υψηλού επιπέδου.

Στο πλαίσιο της ομιλίας της με θέμα «Οι συνέπειες του lockdown κατά την πανδημία COVID-19 σε μετανάστες και πρόσφυγες στην Ελλάδα», η κ. Έλλη Ιωαννίδη παρουσίασε μια παγκόσμια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2020 υπό την αιγίδα του ΠΟΥ σε περισσότερους από 30.000 μετανάστες/πρόσφυγες άνω των 16 ετών, οι οποίοι προέρχονταν από 159 χώρες και απάντησαν σε ερωτηματολόγιο που είχε μεταφραστεί σε 37 γλώσσες. Εκτός από τα δημογραφικά στοιχεία, οι ερευνητές ενδιαφέρονταν για τους καθημερινούς στρεσογόνους παράγοντες και την ψυχολογική κατάσταση των συμμετεχόντων.

Η έρευνα έδειξε ότι οι τομείς της ζωής των συμμετεχόντων που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία ήταν η εργασία, η ασφάλεια και η οικονομική κατάσταση. Ως προς τις διακρίσεις σε βάρος τους, πολλοί ήταν αυτοί που δήλωσαν ότι αρκετός κόσμος προσπάθησε να τους αποφύγει – όσοι ζούσαν στον δρόμο ή σε κέντρα ασύλου ήταν αυτοί που ένιωσαν περισσότερο τις διακρίσεις. Ως λόγους μη αναζήτησης υπηρεσιών υγείας αναφέρθηκαν κυρίως η έλλειψη οικονομικών μέσων (34,6%) και ο φόβος της απέλασης (21,9%). Η πλειοψηφία αυτών που δεν αναζήτησαν υπηρεσίες υγείας ήταν άτομα χωρίς μόρφωση και χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Ως τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας ανέφεραν κυρίως τη στήριξη από την οικογένειά τους, την προσευχή, την αυτοαπασχόληση με κάποιο τρόπο και την αναζήτηση ενημέρωσης.

Στην Ελλάδα συμμετείχαν 316 μετανάστες/πρόσφυγες, αλλά μόνο οι 149 συμπλήρωσαν όλο το ερωτηματολόγιο. Οι περισσότεροι κατοικούσαν σε σπίτια ή σε κέντρα προσφύγων και είχαν προσωρινά έγγραφα και στην πλειοψηφία τους δήλωσαν ότι στη διάρκεια της πανδημίας η πρόσβαση στην εργασία, το αίσθημα της ασφάλειας και ο οικονομικός τομέας επιδεινώθηκαν, ενώ η αίσθηση ότι οι άλλοι τους αποφεύγουν ήταν η ίδια ή εντονότερη. Σε σχέση με την ψυχική τους υγεία, οι περισσότεροι δήλωσαν κάποιο βαθμό συναισθημάτων κατάθλιψης, υπερβολικής στεναχώριας, άγχους, αισθήματος ματαίωσης και προβλημάτων ύπνου.

Συμπερασματικά, οι 30.000 μετανάστες που πήραν μέρος στην έρευνα δήλωσαν ότι η πανδημία είχε σημαντικές επιπτώσεις στην πρόσβασή τους στην εργασία, στην ασφάλεια καθώς και στην οικονομική τους κατάσταση. Επίσης δήλωσαν σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική και ψυχολογική τους κατάσταση. Συνολικά, σε μια κλίμακα από το 0 έως το 10 (1 καμία επίπτωση και 10 η χειρότερη επίπτωση), σχεδόν τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων βαθμολόγησαν τις επιπτώσεις της COVID‑19 στη ζωή τους από 7 και πάνω. Οι ερωτηθέντες που διέμεναν στο δρόμο ή σε κέντρα ασύλου καθώς και οι παράτυποι μετανάστες δήλωσαν ότι υπέφεραν περισσότερο από τις επιπτώσεις του COVID‑19 στην καθημερινή τους ζωή και είχαν τις μικρότερες πιθανότητες να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια για την πιθανότητα να πάσχουν από COVID‑19.

Τέλος, η ομιλήτρια παρουσίασε μια σειρά από προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης: α) οι μετανάστες και οι πρόσφυγες θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ως πολίτες με πλήρη δικαιώματα στα σχέδια αντιμετώπισης τέτοιων κρίσεων, β) οι πολιτικές και νομικές αρχές και πρακτικές πρέπει να αποσυνδέσουν το μεταναστευτικό από την παροχή φροντίδας υγείας, γ) τα μέτρα δημόσιας υγείας και τα μέτρα προστασίας από την COVID‑19 θα πρέπει να συμπεριλάβουν πλήρως τους μετανάστες/πρόσφυγες, δ) η στέγη και οι συνθήκες εργασίας πρέπει να βελτιωθούν και ε) θα πρέπει να υιοθετηθεί από όλους το τρίπτυχο των στόχων του ΠΟΥ ώστε να προωθείται η υγεία, να παραμένει ο κόσμος ασφαλής και να λαμβάνουν υπηρεσίες οι ευάλωτοι.

Η κ. Ιωαννίδη εξέφρασε την απαισιοδοξία της σχετικά με την επίτευξη αυτών των στόχων, δεδομένης της πολυετούς εμπειρίας της στον χώρο της δημόσιας υγείας, και έκλεισε την ομιλία της με την ελπίδα ότι απλά θα κάνουν όλοι το καλύτερο που μπορούν.

Στην ομιλία του με θέμα «Φυλετικές και εθνοτικές ανισότητες, ανισότητες στην υγεία και ρατσισμός την εποχή της πανδημίας COVID-19 στην ΕΕ: Αντι-μεταναστευτικές στάσεις, επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης και εμπόδια στην ένταξη στην Ελλάδα», ο κ. Θεόδωρος Φούσκας αναφέρθηκε και αυτός στις ανισότητες στην υγεία και στην επισφάλεια που χαρακτηρίζουν τη ζωή των προσφύγων/μεταναστών, επισήμανε όμως και το στοιχείο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας με το οποίο είναι συνυφασμένες. Ο κ. Φούσκας παρουσίασε τα αποτελέσματα έρευνας που διερεύνησε κατά πόσο η πανδημία ενίσχυσε τη συνέχιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Αναφορικά με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, οι ερωτώμενοι απάντησαν ότι η έλλειψη ΑΦΜ και εγγράφων και το πρόβλημα της γλώσσας ήταν τα σημαντικότερα εμπόδια στην εύρεση εργασίας και μόνο 3 στους 32 είχαν δουλειά τη δεδομένη στιγμή. Οι προσπάθειες αναζήτησης εργασίας σχετίζονταν κυρίως με ελαιοχρωματισμούς, οικιακές εργασίες και δουλειές πλανόδιων. Άλλα προβλήματα που αναφέρθηκαν ήταν η έλλειψη οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου, το ζήτημα της φροντίδας των παιδιών για τις μητέρες που ήταν μόνες, καθώς και το φύλο για τις γυναίκες, που ανέφεραν ότι δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο σε σχέση με τους άντρες να βρουν εργασία.

Στον τομέα της υγείας και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αναφέρθηκαν αρκετά προβλήματα σε σχέση με την ενημέρωση για την πανδημία και την προστασία από αυτήν, τη χρήση των υπηρεσιών υγείας και την αναγκαιότητα του εμβολιασμού.

Ως προς την εκπαίδευση και τη γλωσσική κατάρτιση, για τους ενήλικες τονίστηκε η μη δυνατότητα συνέχισης της εκμάθησης της γλώσσας λόγω της πανδημίας, ενώ για τα παιδιά υπήρξαν εμπόδια στην παρακολούθηση των σχολικών μαθημάτων για λόγους σχετιζόμενους με τον εμβολιασμό.

Σε σχέση με τη στέγαση διαπιστώθηκαν δυσκολίες και προβλήματα, αν και αναφέρθηκε ότι οι συνθήκες στις ανοικτές δομές της ενδοχώρας είναι κάπως καλύτερες απ’ ό,τι στα νησιά. Άλλο πρόβλημα που αναφέρθηκε ήταν η απουσία υποστηρικτικών δικτύων, ενώ φαίνεται ότι μόλις τώρα αρχίζουν οι πρόσφυγες/μετανάστες να οργανώνονται σε κοινοτικούς συλλόγους. Σε σχέση με τη διαπολιτισμική συνύπαρξη, η πανδημία επιδείνωσε την κατάσταση και οι πρόσφυγες/μετανάστες δυσκολεύονται να αναπτύξουν φιλίες με τους ντόπιους, ενώ υπάρχει δυσπιστία και επιφυλακτικότητα και από τις δύο μεριές.

Τέλος, η πανδημία της COVID-19 είχε μεγάλο αντίκτυπο στην ένταξη αυτών των ανθρώπων, καθώς παρέτεινε ακόμη περισσότερο τις καθυστερήσεις στις εγκρίσεις και την έκδοση νομιμοποιητικών εγγράφων. Όλα τα παραπάνω έχουν σοβαρό αντίκτυπο στα σχέδια αυτών των ανθρώπων για το μέλλον, άνθρωποι που σκοπεύουν να παραμείνουν στη χώρα μας και να είναι ενεργοί στην ελληνική κοινωνία, παρατήρησε ο κ. Φούσκας καταλήγοντας πως είναι απαραίτητο να τους δοθεί ένα πλαίσιο σταθερότητας.