Την επίσημη έναρξη του Συνεδρίου κήρυξε με την ομιλία του ο Υπουργός Υγείας Αθανάσιος Πλεύρης. Ο Υπουργός τόνισε ότι το ζήτημα της βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας αποτελεί κεντρικό θέμα σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά αποκτά ιδιαίτερη σημασία στη χώρα μας, όπου ακόμη ασχολούμαστε με θέματα που άλλα συστήματα υγείας τα έχουν ήδη λύσει. Όπως δήλωσε, το θέμα της ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας των συστημάτων υγείας απασχολεί ιδιαίτερα τους υπουργούς υγείας της Ε.Ε. στη μετά πανδημία εποχή, καθώς συνεχώς αναπτύσσονται νέες θεραπείες και νέες δυνατότητες, οι οποίες όμως απαιτούν πρόσθετους πόρους και δημιουργούν την ανάγκη να βρεθεί η κατάλληλη ισορροπία στον προϋπολογισμό.
Στην ελληνική πραγματικότητα, δήλωσε ο κ. Πλεύρης, η υγεία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται συνολικά και όχι αποσπασματικά, καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι οι παρεμβάσεις σε κάποιους τομείς μπορεί να έχουν συνέπειες σε κάποιους άλλους. Πολλές από τις περικοπές που έγιναν στη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, για παράδειγμα σε μια προληπτική εξέταση, προκάλεσαν τελικά επιπλέον δαπάνες, πέραν του αντίκτυπου σε επίπεδο δημόσιας υγείας. Έτσι, μετά και την αύξηση του ενδιαφέροντος για τη δημόσια υγεία που δημιουργήθηκε από την πανδημία, και εκμεταλλευόμενη τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, η χώρα προσπάθησε να αξιοποιήσει συγκεκριμένα προγράμματα πρόληψης. Στο πλαίσιο αυτό λειτουργεί ήδη το πρόγραμμα Φώφη Γεννηματά για τον καρκίνο του μαστού, με πολύ σημαντικά αποτελέσματα: στις πρώτες 60.000 περίπου μαστογραφίες που έχουν διεξαχθεί, υπήρξαν 3.480 πρώιμες διαγνώσεις, γεγονός που σημαίνει ότι 3.480 γυναίκες οι οποίες δεν θα είχαν τη δυνατότητα να κάνουν αυτήν τη δωρεάν μαστογραφία θα εμφάνιζαν την ασθένειά τους σε επόμενο στάδιο, με δυσμενέστερες συνέπειες τόσο για τις ίδιες όσο και για το σύστημα υγείας.
Στο σημείο αυτό, ο κ. Πλεύρης εξέφρασε την έκπληξή του που ακόμα και μια τέτοια δράση προκάλεσε πολιτική αντιπαράθεση, διευκρινίζοντας ότι είναι άλλο να αποζημιώνει απλά ο ΕΟΠΥΥ μια εξέταση και τελείως διαφορετικό να αναπτύσσεται ένα οργανωμένο πρόγραμμα, κατά το οποίο η ίδια η πολιτεία αναζητά τον πολίτη και τον κινητοποιεί ώστε να πάει να κάνει μια εξέταση. Πρόσθεσε δε ότι τα προγράμματα αυτού του τύπου θα επεκταθούν, περιλαμβάνοντας σε πρώτη φάση τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, τον καρκίνο του παχέος εντέρου και τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Τόνισε επίσης ότι το πλαίσιο αυτό συνδέεται με τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας, καθώς όσο περισσότεροι πόροι διατίθενται στον τομέα της πρόληψης τόσο περισσότεροι πόροι εξοικονομούνται στην πορεία ώστε να διατεθούν στον τομέα της θεραπείας. Όπως είπε ο κ. Πλεύρης, στόχος μιας σύγχρονης προσέγγισης της υγείας είναι να προσπαθούμε να διατηρήσουμε τον πολίτη υγιή και όχι απλά και μόνο να θεραπεύσουμε την ασθένεια. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να προχωρήσουμε και σε μορφές δευτερογενούς πρόληψης, όπως είναι για παράδειγμα ο έλεγχος της παιδικής παχυσαρκίας.
Περνώντας στον τομέα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ο κ. Πλεύρης αναφέρθηκε στον θεσμό του προσωπικού γιατρού. Στους τρεις μήνες λειτουργίας, έχουν εγγραφεί 4.700.000 πολίτες και 3.400 γιατροί, αν και είναι λιγότεροι οι ιδιώτες γιατροί από ό,τι θα ήθελε η κυβέρνηση, γύρω στους 1.100. Το σημαντικό ωστόσο είναι πως περίπου μέσα σε ένα δίμηνο έχουν διενεργηθεί 1.050.000 δωρεάν ραντεβού. Οι πολίτες δείχνουν ότι θέλουν να αγκαλιάσουν τον θεσμό, αλλά απαιτούνται περισσότεροι γιατροί. Ο κ. Πλεύρης δήλωσε ότι ο θεσμός αυτός θα ενισχυθεί, αν και θεωρεί ότι οι αμοιβές που προσφέρονται είναι αρκετές για τα ελληνικά δεδομένα –φθάνουν τις 66.000 ευρώ ετησίως για κάποιον που θα κάνει πλήρη χρήση των 2.000 πολιτών. Ωστόσο, στο πλαίσιο του νέου νομοσχεδίου θα δοθούν περισσότερα κίνητρα ώστε να αυξηθεί η δεξαμενή των γιατρών. Έτσι, μέσα στο 2023 θα έχουμε την πλήρη λειτουργία του θεσμού. Επιτυγχάνεται έτσι μια συνολική αναβάθμιση του δικτύου πρωτοβάθμιας περίθαλψης και μια πραγματικά εξωνοσοκομειακή προσέγγιση.
Περνώντας στο πολύ πιο δύσκολο έργο που σχετίζεται με τη δευτεροβάθμια περίθαλψη, ο κ. Πλεύρης παραδέχθηκε ότι το εθνικό σύστημα υγείας δεν είναι ελκυστικό για τους γιατρούς και ότι καθημερινά σημειώνονται παραιτήσεις γιατρών. Έτσι, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια παρέμβαση στο μισθολογικό των γιατρών, καθώς και σε παροχή επιδομάτων: 400 έως 690 ευρώ στους αναισθησιολόγους στα ΤΕΠ και στις ΜΕΘ, 250 ευρώ στους γιατρούς του ΕΚΑΒ. Παράλληλα, παρέχει τη δυνατότητα μερικής απασχόλησης στο ΕΣΥ, έτσι ώστε το ΕΣΥ να ανοίξει με θεσμοθετημένο τρόπο για τους γιατρούς (όχι με το «μπλοκάκι»). Γίνονται δηλαδή προκηρύξεις θέσεων και αξιολόγηση για ιδιώτες γιατρούς, ενώ και οι γιατροί του ΕΣΥ θα μπορούν να έχουν μια απασχόληση με πολύ μεγάλο έλεγχο στον ιδιωτικό τομέα. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται πολύ πιο ελκυστικό το εθνικό σύστημα υγείας και ο κ. Πλεύρης ελπίζει ακόμη και σε επιστροφή γιατρών που έχουν φύγει για να δουλέψουν στο εξωτερικό. Στόχος, όπως είπε, είναι να μείνουν οι γιατροί στο εθνικό σύστημα υγείας, δεδομένου ότι αποτελούν την καρδιά και τον πυλώνα του συστήματος.
Στη συνέχεια, αναφερόμενος στο δύσκολο έργο της μεταρρύθμισης που αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας, ο κ. Πλεύρης πέρασε στο θέμα του περιβόητου Χάρτη Υγείας. Τόνισε ότι στη χώρα μας οι υγειονομικές δομές έχουν αναπτυχθεί με γνώμονα να εξυπηρετούν είτε τοπικές πολιτικές ανάγκες είτε ανάγκες του ιατρικού κλάδου. Για παράδειγμα, κριτήριο για να δημιουργηθούν νέες κλινικές είναι το αν πρέπει κάποιος να γίνει διευθυντής και όχι το αν χρειάζονται οι νέες κλινικές. Στον Χάρτη Υγείας, που πλέον ολοκληρώνεται, η προσέγγιση που ακολουθείται είναι ότι οι δομές θα πρέπει να εξυπηρετούν τις υγειονομικές ανάγκες των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν πράγματι δομές που πρέπει να αλλάξουν χαρακτήρα. Αν, για παράδειγμα, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων υπάρχουν δύο νοσοκομεία, στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο υποστελεχωμένα νοσοκομεία. Έτσι, στη συζήτηση που γίνεται, αναζητούνται οι καλύτερες δυνατές λύσεις ώστε να έχουμε τις καλύτερα στελεχωμένες υγειονομικές δομές. Η λογική δεν είναι να σπαταλώνται πόροι σε υποστελεχωμένες δομές, αλλά να έχουμε ισχυρές δομές που να μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες που θέλουμε, ενώ κάποιες δομές θα αλλάξουν χαρακτήρα.
Κατόπιν, ο κ. Πλεύρης πέρασε στον ρόλο του ιδιωτικού τομέα και στη σχέση του με τον ΕΟΠΥΥ, υπογραμμίζοντας ότι ο ΕΟΠΥΥ δεν είναι υποχρεωμένος να αποζημιώνει οποιονδήποτε θέλει να δραστηριοποιηθεί στον χώρο της υγείας συμβαλλόμενος με τον ΕΟΠΥΥ. Υποχρέωση του Υπουργείου Υγείας και του ΕΟΠΥΥ είναι να παρέχει τις καλύτερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες στους ασφαλισμένους, στις καλύτερες τιμές. Έχει ξεκινήσει λοιπόν η εφαρμογή ελέγχου με ποιοτικούς δείκτες –ο οποίος ολοκληρώνεται σε ό,τι αφορά στις μαγνητικές και αξονικές τομογραφίες, ενώ προχωρά και το σχέδιο για τις κλινικές και τα κέντρα αποκατάστασης– και όποιος θέλει να συμβληθεί με τον ΕΟΠΥΥ και να αποζημιώνεται θα πρέπει να παρέχει υπηρεσίες.
Δημιουργείται έτσι ένα συνολικό πλαίσιο πρόληψης, πρωτοβάθμιας περίθαλψης, δευτεροβάθμιας περίθαλψης και ΕΟΠΥΥ, που είναι ο βασικός πυλώνας, με στόχο τα νοσοκομεία να μη στηρίζονται πλέον από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά από τον ΕΟΠΥΥ. Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβάλλεται για να αναπτυχθούν οι εξωνοσοκομειακές φροντίδες. Στις 21 Δεκεμβρίου ψηφίζεται μια παρέμβαση για την ανακουφιστική ιατρική, έναν τομέα στον οποίο υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Με μεγάλη προσπάθεια βρίσκονται οι πόροι για τη λεγόμενη κατ’ οίκον νοσηλεία, ώστε ο πολίτης να μη μένει στο νοσοκομείο. Η προσέγγιση αυτή συνδέεται τόσο με καλύτερη υγεία όσο και με την ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα του συστήματος υγείας.
Από όλη αυτήν την κουβέντα, δήλωσε εμφατικά ο κ. Πλεύρης, δεν μπορεί να λείπουν τα φάρμακα. Τα φάρμακα, σχολίασε ο υπουργός, είναι ένας από τους πιο δύσκολους πυλώνες, γιατί απαιτούν μια δύσκολη ισορροπία. Οι καινοτόμες θεραπείες που αναπτύσσονται βοηθούν σαφώς στην προαγωγή της υγείας αλλά, από την άλλη πλευρά, οι νέες θεραπείες είναι ακριβές. Άρα απαιτείται να βρεθεί η χρυσή τομή, η οποία προφανώς δεν έχει βρεθεί στη χώρα μας. Η χρονιά που πέρασε ήταν πολύ σημαντική για το Υπουργείο Υγείας στον τομέα του φαρμάκου. Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει δύο συνιστώσες. Η μία είναι οι τιμές των φαρμάκων και οι εκπτώσεις (rebate) και η άλλη είναι η κατανάλωση. Στο ζήτημα των τιμών, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Πλεύρης, κάτι καλό έχει γίνει μάλλον, δεδομένου ότι έχει παραπονεθεί ολόκληρη η φαρμακοβιομηχανία, και αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης. Χάρη στις προσπάθειες της επιτροπής διαπραγμάτευσης, το 2022 κλείνει με κλειστούς προϋπολογισμούς ύψους 920 εκατομμυρίων ευρώ: 750 εκ. ευρώ στον ΕΟΠΥΥ (348 εκ. ευρώ κέρδος) και 170 εκ. ευρώ στα νοσοκομεία (περίπου 80 εκ. ευρώ σε εκπτώσεις). Παράλληλα, οριστικοποιήθηκαν οι αποφάσεις για τους ασθενείς που δικαιούνται αποζημίωση για τις νέες θεραπείες. Οι φαρμακευτικές εταιρείες κατάλαβαν ότι είναι προς το συμφέρον τους να διαπραγματευτούν για τα ακριβά και πολύ καλά φάρμακα, γιατί αν μένανε στο πλαίσιο του clawback θα ήταν πολύ χειρότερη η κατάσταση γι’ αυτές. Δεν έχουν γίνει όλα όσα θα έπρεπε ως προς τον έλεγχο της κατανάλωσης. Ωστόσο, ανέβηκαν οι «κόφτες» από τον ΕΟΠΥΥ, αναπτύχθηκαν νέα θεραπευτικά πρωτόκολλα τα οποία έχουν εισέλθει στην ΗΔΙΚΑ αλλά δεν έχουν ενεργοποιηθεί, ενώ, πράγμα πολύ σημαντικό, λειτουργεί το σύστημα ηλεκτρονικής προέγκρισης. Έτσι, ο κ. Πλεύρης εξέφρασε την πεποίθηση ότι το πλαίσιο αυτό θα έχει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα μέσα στο 2023, ενώ δήλωσε ότι ο εξορθολογισμός του προϋπολογισμού είναι το στοίχημα για τη χρονιά που έρχεται.
Στο σημείο αυτό, ο κ. Πλεύρης έδωσε ένα παράδειγμα για να εξηγήσει τη διαδικασία για την ένταξη μιας νέας θεραπείας στο σύστημα αποζημίωσης από τον ΕΟΠΥΥ. Έστω ότι η νέα θεραπεία, στην αρχική της τιμή, προκαλεί μια επιβάρυνση 100 εκ. ευρώ στον προϋπολογισμό. Αρχικά πραγματοποιείται μια ΗΤΑ (αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας) προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποιες ενδείξεις υπάρχει πράγματι το προσδοκώμενο όφελος ώστε να αποζημιώνεται η θεραπεία. Το ότι μια θεραπεία μπορεί να θεραπεύει 19 ενδείξεις καρκίνου δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποζημιώνεται για 19, γιατί ενδέχεται το καλύτερο προσδόκιμο ζωής να επιτυγχάνεται στις 12 μόνο από αυτές. Έτσι, καθορίζεται ο αριθμός των ασθενών που θα αποζημιώνονται για τη θεραπεία κατά το επόμενο έτος. Στη συνέχεια, η επιτροπή διαπραγμάτευσης πιέζει τη φαρμακοβιομηχανία ώστε να επιτύχει την καλύτερη δυνατή έκπτωση. Έστω, λοιπόν, ότι από τα 100 εκ. ευρώ φθάνουμε στα 40 εκ. Από το ποσό αυτό, αφαιρείται το ποσό το οποίο εξοικονομείται από την υποκατάσταση που θα γίνει στις υπάρχουσες θεραπείες. Προκύπτει έτσι το τελικό ποσό, το οποίο θα πρέπει να προστεθεί στον προϋπολογισμό. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας της φαρμακευτικής πολιτικής, αφού εξαντληθούν όλες οι προσπάθειες για εκπτώσεις και αφού ελεγχθεί η κατανάλωση, δίνονται χρήματα στον προϋπολογισμό, αλλά όχι ανεξέλεγκτα, και αυτή είναι η προσέγγιση που θα ακολουθείται στο εξής.
Συνοψίζοντας, ο κ. Πλεύρης δήλωσε ότι στον ενάμιση χρόνο που είναι στην ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και στα 3,5 χρόνια της παρούσας κυβέρνησης συνολικά, εν καιρώ πανδημίας, προσπάθησαν να βάλουν κάποιες βάσεις. Δυστυχώς στην κουβέντα κυριάρχησαν σε μεγάλο βαθμό οι εργασιακές σχέσεις, λόγω του συντεχνιακού κόστους, και έτσι καθυστέρησαν αλλαγές που κατά βάση είναι αυτονόητες. Σχολίασε δε ότι δεν είναι δυνατό να μη βλέπει ο ιατρικός κόσμος τη μεγάλη εικόνα, ότι δηλαδή με τον θεσμό του προσωπικού γιατρού ο πολίτης αποκτά πρωτοβάθμια περίθαλψη την οποία δεν θα πληρώνει από την τσέπη του, ενώ και ο γιατρός θα μπορεί να βλέπει πολύ περισσότερους ασθενείς και να πληρώνεται κάθε μήνα, αντί να βλέπει τον εκάστοτε ασθενή μία φορά στα πέντε χρόνια. Πρόσθεσε ότι η φαρμακοβιομηχανία, λόγω της πίεσης του clawback, έχει επιδείξει πολύ μεγαλύτερη ωριμότητα ως προς την αποδοχή των αλλαγών που γίνονται. Παρατήρησε επίσης ότι είναι ίσως η πρώτη φορά στα χρονικά που ένας κλάδος απεργεί για μια παροχή που του δίνεται και διευκρίνισε για μία ακόμη φορά ότι το νέο σύστημα παρέχει μία επιπλέον δυνατότητα στους γιατρούς, την οποία αυτοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν ή όχι, χωρίς να τους στερείται κάποια δυνατότητα. Σχολίασε τέλος, ότι το πολύ σημαντικό πράγματι έργο που έγινε τη δεκαετία του ’80 με τη θέσπιση του εθνικού συστήματος υγείας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σήμερα με τους ίδιους όρους, μετά από σαράντα χρόνια.
Καταλήγοντας, ο κ. Πλεύρης δήλωσε ότι θα πρέπει να τελειώνουμε με τα αυτονόητα, προκειμένου η πολύ σημαντική συζήτηση για τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας, δηλαδή το πραγματικό θέμα που θα πρέπει να μας απασχολεί, να περάσει στο επόμενο επίπεδο.